Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Μεταμεσονύχτια Φρίκη


Θυμάμαι εκείνη την ημέρα. Ήταν αργά το απόγευμα μια μέρα Αυγουστιάτικη. Ώρα που το φως του ήλιου που σιγά-σιγά τείνει να αποκοιμηθεί και δίνει σε κάθε τι μια λάμψη μαγείας, ένα πορτοκαλοκόκκινο χρώμα, βαθύ ουράνιο τόξο όπως χάνεται πίσω από τα βουνά και αναμιγνύει την θολή του πια όψη με αύτη της νύχτας που παίρνει αργά και σταθερά την θέση του φωτός. Θυμάμαι πως είχα αργήσει και έβγαινα από το σπίτι μου σχεδόν τρέχοντας ενώ περνούσα τα λουριά της τσάντας στους ώμους μου. Οι δικοί μου έλειπαν διακοπές κι έτσι έπρεπε να κλειδώνω την πόρτα όποτε έφευγα, έτσι ακριβώς έκανα κι εκείνη την ημέρα. Δίχως να κοιτάξω το λαμπερό, μαύρο αυτοκίνητο που βρισκόταν παρκαρισμένο ακριβώς απέναντι από το πεζοδρόμιο στο οποίο βρισκόμουν , τοποθέτησα το κλειδί στην τρύπα της κλειδαριάς και στριφογύρισα το χέρι μου μέχρι να ακουστεί το ποθητό «κλικ». Με το κινητό στο ένα χέρι και τα κλειδιά στο άλλο τινάχτηκα στον αέρα σχεδόν για να ξεκινήσω το τρεχαλητό μέχρι τη στάση όπου θα έπαιρνα το λεωφορείο. 

Λευκό φόρεμα μέχρι το γόνατο και πέδιλα δερμάτινα και μαύρα, ασορτί με την τσάντα που κρεμόταν αγέρωχα στην πλάτη μου. Με ένα περιδέραιο ασημένιο γύρω από το λαιμό μου και μια μικροσκοπική, φτερωτή καρδιά να κρέμεται στο κέντρο του λαιμού μου. Θυμάμαι το ζεστό αεράκι εκείνης της ημέρας να τινάζει απαλά κατακόκκινες, στριφογυριστές μπούκλες στο πρόσωπο μου και εγώ να παλεύω πίσω από ένα κόκκινο πέπλο μαλλιών να δω ποιος στην ευχή καθόταν επάνω στο καπό του μαύρου γυαλιστερού αυτοκινήτου. Με τα πόδια ανοιχτά και λυγισμένα ώστε να πατάνε γερά στο πάτωμα, ένα μαύρο, κολλητό τζιν να τα περιτρυγίζει και ένα μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι να βρυχάται ασύστολα πάνω από φουσκωμένους μύες. Ουλές και φρέσκιες πληγές, μελανιές. Θυμάμαι το ρολόι, με το μαύρο δερμάτινο λουρί και τις ασημένιες, στρατιωτικές ταυτότητες κρεμασμένες γύρω από ένα λαιμό. Κι όσο τα μάτια μου ανέβαιναν στο οφθαλμόλουτρο περιτριγυρισμένο από καπνό τσιγάρων Marlboro και μυρωδιά διπλοπαλαιωμένου Jack Daniels, η καρδιά μου αντηχούσε στα τύμπανα των αυτιών μου λες και βρισκόμουν σε συναυλία death metal με κακοφτιαγμένο ήχο. Είδα τα γένια και τα έντονα ζυγωματικά, τα μελαγχολικά καστανοπράσινα μάτια και έπειτα τα ελαφρώς σπαστά καστανά μαλλιά να πέφτουν σε ένα μέτωπο στο οποίο μόλις είχαν αρχίσει να φαίνονται οι πρώτες ρυτίδες των τριάντα. Αυτές οι αχνές που εμφανίζονται στους άνδρες, «ένδειξη ωριμότητας» που λένε κάποιοι. 

Περίμενα σε αυτά τα μάτια να βρω την ελπίδα που είχα χάσει, την στοργή που πάντα έψαχνα και την ζεστασιά του σπιτικού μέσα σε αυτά του χέρια. Κι όσο κι αν έψαξα σε αυτά τα δύο εκφραστικά μάτια δεν βρήκα τίποτε άλλο παρά το απόλυτο κενό. Κανένα ίχνος στοργής, μόνο πόνου και μίσους. Μίσος για κάτι το παράλογο, για κάτι το αδιανόητο, μίσος για κάτι που μόνο αγάπη θα έπρεπε να γεννά. Βρήκα μίσος και ψυχωτική τρέλα για έναν έρωτα που μόνο καταστροφή είχε δημιουργήσει. Θυμάμαι τα χείλη μου να ανοίγουν διάπλατα όσο το χέρι ακολούθησε την ίδια σταθερή πορεία για να φέρει το τσιγάρο κοντά στο στόμα του –ποτέ δεν χαράμιζε ένα τσιγάρο ήταν σαν ένα είδος μυστικιστικής τελετουργίας για εκείνον-, θυμάμαι την απόγνωση που ένιωσα στα σωθικά μου όταν το ίδιο χέρι πέταξε το τσιγάρο και με έναν πόνο πρωτόγνωρο παρακολούθησα όσο το τσιγάρο μετατράπηκε σε όπλο και τα χείλη σχημάτισαν ένα πεθαμένο «σ’αγαπώ». Θυμάμαι την οργή για μία κατάσταση η οποία είχε φτάσει στο απροχώρητο και εσένα να μου λες « Ή εγώ, ή εσύ. Διάλεξε.» Κι εγώ να στέκομαι στο δωμάτιο σου με το ίδιο όπλο στα χέρια ρωτώντας τον εαυτό μου ποιον να διαλέξω. Γιατί ήταν γνωστό μου λάθος ή σωστό : εσύ πάνω από όλα κι όλους. Ακόμη κι από τον ίδιο μου τον εαυτό. Θυμάμαι επίσης το βράδυ που έτρεξα μακριά σου επιλέγοντας να αναπνέουμε και οι δύο τον ίδιο αέρα αλλά κι οι δύο ζωντανοί κάτι που εσύ δεν το άντεχες. « Ή εγώ , ή εσύ μικρή.» Μου είχες πει. « Ή μαζί ή ο ένας νεκρός.» Και προσπάθησα να σώσω και τους δύο μας, από τους εαυτούς μας, από μία σχέση αυτοκαταστροφική, από μία παράνοια που δεν είχε τέλος. Και έπειτα θυμάμαι να στέκομαι στα σκαλιά περιμένοντας το άσπρο φόρεμα να βαφτεί κόκκινο. Την είχα δει την ίδια ιστορία και κάθε φορά είχε και διαφορετικό τέλος. Μόνο που εκείνη τη φορά τη ζούσα.

 Κι έπειτα από το πεθαμένο « σ’αγαπώ» που αιωρήθηκε στον αέρα από τα χείλη σου, τα μάτια μου έκλεισαν και ένα μεθυσμένο μισό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο μου όσο περίμενα να ακουστεί το «μπαμ» του τέλους. Και πριν προλάβω να καταλάβω , σιωπή ακολούθησε. Κι όλα τελείωσαν. Ή εγώ , ή εσύ.

Δεν σκέφτηκες ποτέ όμως ότι χωρίς τον έναν, ο άλλος δεν ζει.


Άρα σε όποιον κι αν στράφηκε η κάνη του όπλου , κι οι δυο νεκροί βρέθηκαν. Ψυχικά ή σωματικά… αυτό δεν παίζει ρόλο. Και οι δύο, ήταν πια νεκροί. 



A muse