Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Κόκκινο σε φόντο μαύρο

Κόκκινο…  Κυριαρχεί το πάθος του χρώματος στις φλέβες μου, κυλάει σαν χείμαρρος και γεμίζει την ψυχή μου με λέξεις και η έμπνευση που μου προσφέρει η δική μου, προσωπική  μούσα- καταφέρνει να σχηματίσει προτάσεις, φράσεις γεμάτες συναισθήματα, γεμάτες διακαή πόθο. Η μαγεία ρέει από τα σωθικά μου κι ακόμα κι όταν η φωνή μου δεν ακούγεται, η ηχώ που κάνουν οι σκαλισμένες λέξεις σε κομμάτια από χαρτί είναι δυνατότερη από κάθε απεγνωσμένο ουρλιαχτό. Άκουσε με λοιπόν…

Άκουσε μια υποτιθέμενη μούσα που τείνει να χάνει το δρόμο της καθημερινά. Που αρνείται να βρει μόνιμη κατοικία, που απέχει από κάθε τι αναλώσιμο και κάλπικο. Η αλήθεια πονάει και η μούσα είναι βιτσιόζα.  Για να λέμε και του στραβού το δίκιο.

Μα εσύ δεν ακούς παλιέ μου φίλε. Κι εμένα το σάλιο μου στέρεψε με το να σου επαναλαμβάνω τι κρύβω μέσα στη ψυχή. Σε σήκωσα στους ώμους παίρνοντας το ρίσκο, σε βοήθησα να κοιτάξεις πέρα από τα όρια του μυαλού μου, να δεις ακριβώς τι εμπεριέχει η διεστραμμένη μου σκέψη κι εσύ…εσύ το μόνο που κατάφερες να παρατηρήσεις, ήταν οι όμορφες λευκές και παρθένες τριανταφυλλιές που είχα φυτέψει κάποιο καιρό, για να ομορφύνω τις λάσπες που κυριαρχούν στον πυθμένα.

Επέλεξες να αποστρέψεις το βλέμμα από το τι άνθρωπος είμαι πραγματικά κι έμεινες μόνος μαζί με το καφεκόκκινο υγρό ενός μπουκαλιού να κυλάει άφθονο στα τοιχώματα του στομαχιού σου. Μου είπες πως αυτό σε σώζει από την παράνοια. Μα…κι αυτό παράνοια είναι. Και στην τελική κι εγώ ένας παράφρον είμαι. Κι ας καλύπτουν λευκά πέταλα τη μαυρίλα που κυριαρχεί στο νου μου.

Ήσουν εκεί όταν τα δάχτυλα μου χτύπησαν για πρώτη φορά τα πλήκτρα του παλιού μου υπολογιστή δημιουργώντας κείμενα με ύφος παιδιάστικο λόγω του νεαρού της ηλικίας. Ήσουν εκεί και το γνωρίζω, κι ας μην σε έβλεπα. Κι ας μην υπάρχεις…
Ίσως και να ήσουν η φωνή στο μυαλό μου που μου ψιθύριζε συνεχώς πως η έμπνευση που χρειάζομαι, είναι μέσα μου. Πως είμαι η μούσα του εαυτού μου. Ίσως και να ήσουν η τρέλα που με επισκέφτηκε κάποια στιγμή και με οδήγησε σε λούπα.
Ήσουν εκεί όταν το μυαλό μου βυθίστηκε στο σκοτάδι και δεν είχα κανένα να ανοίξει κάποιο παράθυρο. Αλλά όπως άκουσα πρόσφατα: « Οι όμορφες ημέρες δεν έχουν τον ήλιο ανάγκη.»
Κι έμαθα να κλείνομαι σε διαδικτυακούς κόσμους ψάχνοντας λύσεις στην ξαφνική έλλειψη έμπνευσης. Στην ξαφνική αδυναμία δημιουργίας. Άδειασα εσωτερικά και δεν γνώριζα τους λόγους. Εκεί που το κόκκινο χρώμα γέμιζε το «είναι» μου, ξάφνου άρχισε να ξεθωριάζει αφήνοντας στο πέρασμα του το απόλυτο κενό. Η θύμηση της ύπαρξης του εμφανίστηκε στη θέση που κάποτε κατείχε η ένταση της ομορφιάς του.  Αναλώθηκα, πνίγηκα, πέθανα. Μέχρι να ξαναβρώ το δρόμο μου, μέχρι η φωνούλα στο μυαλό μου να ξυπνήσει και να αποφασίσει να μου ξαναμιλήσει, ο εσωτερικός μου κόσμος είχε εξαϋλωθεί. Μέσα μου, ήταν όλα κενά. Μουδιασμένα.
Λυκοφιλίες και έρωτες βασισμένοι στην μοναξιά, άρμεξαν μέχρι και την τελευταία σταγόνα.

Πως μετά να αποτυπώσεις τα αισθήματα σου στο χαρτί, όταν πλέον δεν έχεις τίποτα να δώσεις;

Ο λαβύρινθος μέσα στον οποίο χάθηκε ο νους, ήταν μοναχά ένα μαύρο τοπίο με αιματηρές γραμμές. Κι όταν οι λέξεις βρήκαν το δρόμο τους στα δάχτυλα μου κι από εκεί, κατέληξαν σε ένα νεκρό πληκτρολόγιο που από το πουθενά πήρε φωτιά, απέκτησα και πάλι υπόσταση ως οντότητα. Βρέθηκα εδώ, να μιλάω για το πώς είναι όταν αδυνατείς να γράψεις το παραμικρό.




A muse

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Φοίνικας.

«Εγώ ζω τη στιγμή, μεθάω, πίνω και χορεύω σαν να μην υπάρχει αύριο. Περνάω καλά. Άλλωστε, μία φορά είσαι νέος.»
Ναι φίλε μου δεν διαφωνώ, μία φορά είσαι νέος. Αλλά για πες μου μικρέ μου ανώριμε άνθρωπε: αυτές είναι οι χαρές τις νιότης για σένα; Φαίνεται πως έχουμε διαφορετική άποψη.
Αγάπησες ποτέ με την ψυχή σου; Με όλο σου το είναι; Απέκτησαν ποτέ ΟΛΑ τα ερωτικά κομμάτια νόημα για σένα χάρη σε κάποιον; Βυθίστηκες ποτέ στα μάτια κάποιου από την πρώτη στιγμή που το βλέμμα σου κλειδώθηκε στο δικό του; «Έλιωσες» ποτέ με ένα φευγαλέο, αποχαιρετιστήριο άγγιγμα; Γέλασες ποτέ με κάποιο ανιαρό αστείο απλά και μόνο επειδή το είπε ο αγαπημένος σου;
Μην μπερδεύεστε όμως… Τα παραπάνω δεν είναι παρά μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του συναισθήματος που αποκαλούμε «έρωτα».
Η «αγάπη» είναι παρόμοιο συναίσθημα μα συνάμα τόσο διαφορετικό. Τόσο πιο έντονο… Ντύνει όλη την γύμνια της ψυχής και δημιουργείται μοναχά όταν η καρδιά γδύνεται κι αφήνεται.
Ωστόσο όση ώρα κι αν αφιερώσω στην έννοια της αγάπης, τίποτα δεν θα είναι αρκετό για να περιγράψει στο έπακρον την μαγεία της. Την δύναμη της. Την δυσκολία της…
Ίσως γίνομαι γλυκανάλατη με τον καιρό αλλά είναι πράγματα που αξίζει να ειπωθούν. Και άλλα που λάμπουν περισσότερο όταν το μυαλό σου βρίσκεται στο σκοτάδι κι απλά βλέπεις το φως τους από απόσταση. Γιατί όταν μια κατάσταση παίρνει τον χρόνο της για να ωριμάσει και έπειτα σκάει εκεί που δεν το περιμένεις… εκεί που έχεις ξεχαστεί, εκεί που είσαι σίγουρος ότι δεν θα ακούσεις αυτό που κάποια στιγμή ήλπιζες, ο κρότος που κάνουν οι λέξεις μέσα στο μυαλό είναι εκατομμύρια φορές πιο ηχηρός από ότι θα ήταν.

Η δική μου συμβουλή σε όλους εκεί έξω;
Ξεγυμνωθείτε ολοκληρωτικά. Κατεβάστε ότι τοίχο χτίσατε γύρω από τον εαυτό σας λόγω των περασμένων ουλών. Ξεγυμνωθείτε. Και δεν εννοώ σωματικά. Μα μόνο μόλις νιώσετε βαθειά μέσα σας πως αξίζει πραγματικά. Μην αναλώνεστε σε «βρώμικα» κρεβάτια και σε πλαστικά συναισθήματα. Μην αφήνετε ανθρώπους να φεύγουν, ανθρώπους που χρειάζεστε. Όλοι χρειαζόμαστε κάποιον. Άλλοι δημιουργούν αυτόν τον «κάποιον» είτε σε ένα κομμάτι χαρτί, είτε μέσα στο μυαλό τους και οι πιο τυχεροί τον βρίσκουν στην πραγματικότητα.
Όμως όποια κι αν είναι η τύχη σας, μόλις βρείτε αυτόν τον άνθρωπο μην τον σπρώξετε έξω από τη ζωή σας. Άτομα που προσφέρουν καταφύγιο από την παγωνιά που κυκλοφορεί εκεί έξω και φωλιάζει στις ανθρώπινες καρδιές, είναι άτομα αληθινά.
Πρόσεξε όμως… Θα σε πονέσουν. Πολύ. Γιατί; Γιατί η αγάπη πονάει. Κανείς δεν βγαίνει από το δρόμο της άσπιλος.  Όλα γίνονται για κάποιο λόγο…κι αν τώρα δεν βλέπουμε το γιατί – θα το δούμε στο μέλλον.

«Η μοναξιά είναι ανεξαρτησία. Ή τουλάχιστον αυτό έλεγα στον εαυτό μου κάθε φορά που την κοιτούσα στα μάτια. Έπεισα τον εαυτό μου να μην νιώθει. Το μούδιασμα της ίδιας μου της ψυχής έγινε ο καλύτερος μου φίλος. Κι όταν την πρωτοαντίκρισα γνώριζα πως τα μάτια της θα ήταν είτε η αναγέννηση μου, είτε ο θάνατος μου. Μα ποτέ δεν σκέφτηκα, πως και η αναγέννηση- χρειάζεται το θάνατο. Άρα, τι μου έκαναν τα μάτια της; Καλό η κακό; Το μόνο σίγουρο είναι πως ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που τα χείλη της ακουμπούσαν τα δικά μου κάτω από τα σκεπάσματα. Την ώρα που όλοι κοιμόντουσαν, το «είναι» μου ξυπνούσε από ύπνο βαθύ. Κι όλα αυτά χάρη σε λέξεις που πρώτα χάραξε στη ψυχή μου, κι έπειτα ψιθύρισε στο αυτί μου.»



A muse