Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

Δίχως ροή μα με στίχους και όνειρα.

«Τη ζωή μας δεν την άγγιξε ποτέ καμιά καριόλα.» παίζει στα ηχεία και εγώ προσπαθώ να πιω μια λεμονίτα που την ξέχασα στην κατάψυξη για πάνω από μισή ώρα και έχω καταλήξει να γλύφω τον πάγο ελπίζοντας πως θα λιώσει λίγο πιο γρήγορα.
Να μωρέ, όπως λιώνω και εγώ όταν νιώθω το βλέμμα σου να με σαρώνει. 

Και έπειτα θυμάμαι τον στίχο…αυτόν το γαμημένο στίχο.
"Τη ζωή μας δεν την άγγιξε ποτέ καμιά καριόλα."
Και μετά: « όλα για το τζόγο και όλα για μία γυναίκα.»
Καριόλες γυναίκες υπάρχουν πολλές. Γυναίκες γενικά και αόριστα, εξίσου πολλές.

Με βρίσκω και με χάνω κάπου στο νέο μου δωμάτιο με τα πόδια λυγισμένα πάνω στο γραφείο και τα δάχτυλα μου να στριφογυρνούν ένα αναμμένο τσιγάρο ρισκάροντας να καώ. Μα πάντα έτσι ζούσα.
«Η κόλαση για μας, εδάφη πάτρια.» Φράση ζωής, πήγα και ήρθα, με βρήκα και με έχασα ανάμεσα σε πτώματα, ανάμεσα σε λανθασμένα βογγητά και σε λανθάνουσες υποσχέσεις εαυτού.

Και κάπου στο στενό «τζούρα», λεωφόρο  «ρισκάρω να καώ» και στις συνοικίες των συνομιλιών με γέλια και δάκρυα, στη λεμονίτα που αρνείται να λιώσει και στα τραγούδια που αγγίζουν πτυχές της ψυχής μου που προσπαθώ να κρατήσω κρυφές, φευγαλέα η σκέψη ενός αγνώστου περνά από το μυαλό μου.
Κι ακροβατώ. Ακροβατώ μεταξύ παράνοιας και λάθους. Γιατί έτσι μοιάζει η ζωή στα δικά μου μάτια κι ας μη το γουστάρεις. Παρανοϊκή και αλλόφρων είμαι, άγνωστε.
Παρανοϊκή και αλλόφρων που τολμώ να σκεφτώ τα μάτια σου τη στιγμή που ανοίγεις ένα χαρτί σε ένα ξεχασμένο από το Θεό υπόγειο και αιμορραγείς λέξεις που τολμούν να με αγγίξουν έστω και στο ελάχιστο.
Και σε ρωτώ, ποιος νομίζεις ότι είσαι και τρυπώνεις έτσι στις σκέψεις μου δημιουργώντας μου ερωτήματα περί ζωής που αποφεύγω από τη γέννα;
Τη ζωή μας δεν την άγγιξε ποτέ καμιά καριόλα ψιθυρίζεις και εγώ αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι αν το καριολίκι το έχουμε όλες στο αίμα μας και απέφυγες όπως ο Διάολος το λιβάνι να ερωτευτείς γενικά ή αν υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις και εξαιρέσεις που αυτές απέφευγες. Και αν ναι, είμαι μια από αυτές;
Όχι, όχι από αυτές που απέφευγες. Από αυτές που πλημμυρίζεται η ζωή τους από επιλογές που στα μάτια των άλλων φαντάζουν λανθασμένες σε βαθμό υπέρμετρο. Σε βαθμό αμέτρητο.
Μα τι λέω, σκεπτόμενη πως δαύτα ίσως τα διαβάσεις και το παραλήρημα μου πάρει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια σου. Και αν πίσω από αυτές τις λέξεις κρύβεται μια ψυχή, πιο αγνή και πιο αληθινή από τώρα δε θα με βρεις.
Εκτός και αν σε κάποια παραλία με πετύχεις με τις μπύρες και τα τσιγάρα μου να ζωγραφίζω γλάρους προσπαθώντας να γράψω ένα κείμενο αληθινό.
Μα απόψε άκου και τούτο: δε ξέρω αν ζω ή αν πέθανα σε μια από τις τρέλες μου. Μα όποιο και να γήνικε όταν με έβρισκε ο παραλογισμός μου, έμενα ατάραχη, χωρίς φόβο. Μοναχά με πάθος προχωρούσα, μοναχά με πάθος προχωρώ.
Ειδικά σε στιγμές που η ροή μου χάνεται και κείμενα σαν και τούτο δω ξεχύνονται στο χαρτί. Κι αν νόμιζες πως θα σε εκθειάσω, δεν θα το κάνω. Άνθρωπος είσαι κι άνθρωπος είμαι. Με εμπειρίες και λάθη, με έρωτες και πάθη, με γνωστούς και αγνώστους και ένας από αυτούς είμαι κι εγώ.
Καθισμένη σε μια καρέκλα με τα μάτια μισόκλειστα και το φώς του υπολογιστή να υπερτερεί κάθε άλλου.

Και έχασα και πάλι τη ροή μου. Και εκείνη που ξέρει τι γράφω και πως γράφω θα ξεφουρνίσει λόγια για να βρω και πάλι τον ειρμό μου μα θα ξέρει. Τέτοιες λέξεις, με τέτοια σειρά, βγαίνουν μοναχά όταν πρέπει.
Παρανοϊκοί σαν και με, θα νιώσουν. Καν αν νιώσεις, καλώς. Αν όχι… δεν υπάρχει όχι. 

Ξέρω πως θα νιώσεις.
Τι απέφευγες και που κατέληγες όμως; «Δεν μας φοβίζει τίποτα πια και κανείς.» αφουγκράζομαι και χαλαρώνω για μια στιγμή. Γιατί ξέρω, ξέρω σου λέω και ας μην το δείχνω.
Κοιτάζω τα μάτια του και αναρωτιέμαι τη ζωή. Την πιάνω και την ερωτώ: «Γιατί, μωρή; Γιατί!» και εκείνη, εκείνη κλείνει τα χείλη και απαντά με τη σιωπή της. Σιωπή που ξέρω πως θα μετανιώσω, σιωπή.
Και το τραγούδι σου να παίζει ακόμα. Και με κάθε στίχο, καινούριες ροές, καινούριες ιστορίες που μπλέκονται και χτίζονται στο μυαλό μου μα συνεχίζω να αναρωτιέμαι: ερωτεύτηκες ή έτρεξες;
Και όταν ερωτεύτηκες, έτρεξες ή έμεινες;
Είσαι τόσο αληθινός όσο εύχομαι να είσαι;
Κι ακούγοντας το τραγούδι κάποιου αγνώστου, άγνωστε, σκέφτομαι εσένα. Εσένα που εύχομαι να μη σε μάθω ποτέ, για να θέλω πάντοτε να σε γνωρίσω καλύτερα και κάθε μέρα στο πλάι σου, να προσπαθώ να διαβάσω κάθε σελίδα σου σα να έχω μονάχα μια ευκαιρία.



Muse

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Φιγούρα και αμαρτία, χορός και χώρος για λίγους.

Πανέμορφο το πώς αλλάζουν οι καιροί μας, μάτια μου.

Το πώς και το πότε οι πικρές μας αλήθειες γήνικαν τα γλυκόπιοτα μας ψέματα, κι εμείς σαν άποροι επαίτες συναισθημάτων, ξαπλώσαμε πάνω σε δαύτα και κάναμε έρωτα.

Σε θυμάμαι να μου λες, πόσο όμορφο για σένα θαρρείς πως είναι το Τανγκό. Πως το πάθος κυριαρχεί κι ας πρέπει τα βλέμματα να αποφεύγουν το ένα το άλλο. Θυμάμαι που χορεύαμε κι είχες τα μάτια σου κλειστά και σαν από θαύμα, η όψη σου γαλήνευε όπως παλιά, τότε που η αγκαλιά μου ήταν το καταφύγιο των δαιμόνων σου. Κι έκλεινες τα μάτια, σήκωνες το γιακά και η μορφή σου στροβιλιζόταν με τη δική μου σε ρυθμούς αργούς μα μανιασμένους.

Έμπλεκες τη ζωή σου με τη δική μου καθώς χορεύαμε κι ακόμη περισσότερες μέρες περνούσαν, τα πόδια μου μάτωναν σε κάθε στροφή και σε κάθε φιγούρα και αρνιόμουν να αφήσω το χορό μας να τελειώσει. Μέχρι που το φως έσβησε και έβλεπα μοναχά τα μάτια σου. Μαζί του, έσβηνα κι εγώ σε ένα χορό που τρεφόταν με τα σωθικά μου.

Παράσιτο ήσουν μάτια μου.

Τρεφόσουν από μένα με κάθε πόνο και κάθε δάκρυ εσύ με έσπρωχνες σε ότι με καταρράκωνε.

«Το κάνει για να ξεπεράσω τους φόβους μου.» Ψιθύριζα όσο τα νύχια σου σημάδευαν την πλάτη μου κι εγώ σαν εξαρτημένη κρατιόμουν πιο γερά πάνω σου, μην τυχόν και χάσω τα βήματα δίχως να βλέπω πως με κάθε χορογραφία σημείωνα και καινούρια σημάδια.

Έκανες ένα βήμα μπροστά και παρέμενα στάσιμη, πεπεισμένη πως εσύ θα ήσουν εκείνος που πάνω στη φιγούρα θα δείλιαζε, πως για μια μοναδική φορά τα ηνία θα ήταν στα δικά μου χέρια.

Μα τα χέρια σου έσφιγγαν τη μέση μου και ασφυκτιούσα. Περίμενα να με έπιανες όταν θα σκόνταφτα μα πάντα ήσουν εκείνος που μου έβαζε τρικλοποδιά. Έτσι λοιπόν έκανες το αδιανόητο: γυρνούσες μισό βήμα και έβρισκα τον εαυτό μου να αιωρείται πάνω από το χέρι σου, με τις μπούκλες να χαϊδεύουν απαλά το πάτωμα και το πρόσωπο σου βυθισμένο στο στέρνο μου.
Ως λύκος, τραβούσες τζούρες μυρωδιάς από το θήραμα σου.

Μαζί σου η ζωή ήταν βουτηγμένη στην αμαρτία και στον κίνδυνο. Μα ο χορός μας ήταν τόσο παθιασμένος, που χόρευα με τέτοια μανία που μου τσάκιζε τα κόκκαλα. Ένα βήμα μπρος και δύο πίσω για να σε φτάσω. Μέχρι που παραδόθηκα και έπαψα πια να ψάχνω τρόπους για να ξεφύγω.

Ένας χορός δαιμονικός με θεατές τα λάθη και τα πάθη μας, χτυπούσαν κι αυτά τα χέρια και ζητωκραύγαζαν βλέποντας τη ψυχή μου να απομακρύνεται. Κι όταν πια η ουσία μου έσβησε στα χέρια σου, στην τελευταία μας φιγούρα δεν με επανέφερες στα πόδια μου.

Με άφησες.

Ο τελευταίος ήχος που ακούστηκε από την διεστραμμένη μας παράσταση ήταν του σώματος μου. Καθώς γκρεμιζόμουν μαζί με όσα όνειρα είχα καταφέρει να κρατήσω ανέπαφα, σε είδα να με κοιτάς με ύφος βλοσυρό και αντί για λόγια αγάπης, ξέρασες ερπετά που φώναζαν:

«Ήξερες πως χόρευες με το Διάβολο.»

Πως λοιπόν περίμενες να τα καταφέρεις εαυτέ μου; Μα ένα μόνο ξέρω…

« Και κοιταζόμαστε στα μάτια πια και δε μιλώ. Και σου έχω αφήσει τη ψυχή μου για ένα ακόμη χορό.»

Ή τουλάχιστον, ότι απέμεινε από αυτή.


Muse

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Κουφάρια με εμμονές λανθάνουσες.

Εύκολο βλέπεις να προσάπτεις επώνυμα και προσωνυμία σε ανθρώπους που ξέχασες να μάθεις και απλά βασίζεσαι σε πράξεις και γεγονότα χρόνων πριν.

Και θα μου πεις οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, μα ξεχνάς πως στην ηλικία μου το «χρόνια πριν» σε τοποθετεί σε μια περίοδο προ-εφηβική που το μυαλό ενός παιδιού λειτουργεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Όταν πια λοιπόν το σώμα του καταφέρνει και μπαίνει στην διαδικασία της εφηβείας, πολλά αλλάζουν. Ακόμα και ο τρόπος σκέψης αυτού του παιδιού. 

Πολλές διαφορετικές εφηβείες, πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι κι ο καθένας από αυτούς την περνά διαφορετικά. Άλλες αντιδράσεις ο ένας, άλλες ο άλλος. Κάποιες σωστές, ηθικές και νόμιμες κι άλλες λανθασμένες, ανήθικες και παράνομες. 

Ο καθένας διαφορετικός, μα λάθη εφηβικά δεν μπορείς να μου τα προσάπτεις κοντά μισή ντουζίνα χρόνια μετά και κατά καιρούς να μου συμπεριφέρεσαι σαν πρεζάκι που ψάχνει τη δόση του.

Και όχι φίλοι μου, ποτέ δεν έμπλεξα με ναρκωτικά. 

Το μόνο μου ναρκωτικό ήταν το να φεύγω. Έτσι νιώθω και τώρα. Τάσεις φυγής, να φύγω και να μη ξαναγυρίσω για κανέναν πούστη λόγο.

Να τρέξω μέχρι να ματώσουν οι πατούσες μου, μέχρι να είμαι βρώμικη και κουρασμένη. Κι έπειτα να καθίσω σε ένα παγκάκι, να με ξεπλύνει η βροχή από τις σκόνες και τις αμαρτίες που φορτώθηκα κατ’επιλογή μα κι από εκείνες που φορτώθηκα για χάρη άλλων.

Θεσσαλονικιός στα ηχεία κι εγώ να χάνω τον ειρμό μου στα καπάκια…πόσο θα ήθελα ένα τσιγάρο τώρα…

Μα στιγμές σαν και αυτές ελευθερία και προσωπικός χώρος σε μια φυλακή σαν και δαύτη; Αστείο. Πρέπει να βγεις στο κοινό προαύλιο με τους κατά καιρούς αυστηρούς δεσμοφύλακες και να προσέχεις πως εκφράζεσαι μιας και παίζει ποινή, πως ρουφάς την κάθε τζούρα μιας και οι τρόποι σου δεν ταιριάζουν με αυτούς μιας κυρίας.

Οπότε συνεχίζεις να μένεις με τον εθισμό να τριγυρνά το μυαλό σου και να αναζωπυρώνει τα νεύρα που τόση ώρα προσπαθείς να αποβάλλεις. Μια απογοήτευση σε περιβάλει και τρυπώνει ύπουλα μα πανηγυρικά στην ψυχή σου. 

Σε μια στιγμή όλα αλλάζουν και από οργή, μετατρέπεσαι εσύ η ίδια σε θλίψη και το παράπονο κινεί τα νήματα των χειλιών σου και τα ωθεί στο να τρεμοπαίξουν ένα «γιατί». 

Δεν είναι λίγες, λες, οι φορές που πληγώθηκες από τους κοντινότερους σου ανθρώπους για λάθη που έκανες πιτσιρίκι. Κι εκείνοι, φερόμενοι χυδαία, οι ανίδεοι δε ξέρουν πως χαράζουν βαθιές στην ψυχούλα σου πληγές που από παιδί μάχεσαι να κρατήσεις άσπιλη, σου χαράκωσαν τις πιο όμορφες ιδέες για τον κόσμο.

Βλέπεις, μια λάθος κίνηση και το αίμα σου ακόμη, θα σε κατασπαράξει. Τα λάθη δεν είναι για εμάς μικρή μου. Δε μεγαλώσαμε έτσι. Δε μας μεγάλωσαν έτσι οι κυνηγοί επικηρυγμένων.
Μας μεγάλωσαν με καρότα και σανό, όχι με καμτσίκι και μπότες σπυρουνάτες. 

Εμάς ποτέ και τίποτα δε μας έλειψε οπότε γιατί κλαις;

Σε ακούω να με ρωτάς και χαμηλώνω το βλέμμα. Το ίδιο κάνεις κι εσύ μέσα από τον καθρέφτη. 

Ξαναρωτάς και πλέον τρέμουμε και οι δύο, μα για διαφορετικούς λόγους. Τα μάτια σου φλέγονται με οργή, τα δικά μου με πόνο. 

Πόνο που πρέπει να σε κρύψω ξανά ανθρώπου μάτι να μη σε δω και άντρα χάδι να μη νιώσεις ακόμη. Γιατί ακόμη κι αυτό θα σε πονέσει στον αποχωρισμό του. 

Θα βγω εγώ μπροστά, ψυχή μου, θα βγω εγώ. Τι είναι βλέπεις να μετράς εφηβικά λάθη χαραγμένα στη σάρκα σου; Τι είναι να μετράς μάχες και οι ήττες να σου γεμίζουν τους εφιάλτες και να σου διαστρεβλώνουν το μυαλό; 

Τι είναι να φοβάσαι μη χάσεις το ποιος είσαι από κριτική ανθρώπων που κάποτε σε ήξεραν μέχρι που σε έκρυψα. 

Σε χαλούσαν βλέπεις, εμένα δεν με άγγιζαν τα λόγια τους. Μα που και που θέλω να βγάζεις το κεφαλάκι σου στην επιφάνεια να βλέπεις το κακό όσον νομίζουν πως βρίσκεσαι στη θέση μου.

Γιατί ο κόσμος είναι κακός, ψυχή μου. Κι εσύ δεν είσαι έτοιμη να βγεις εκεί έξω. Τα τείχη σου δεν είναι αρκετά ψηλά μα τα δικά μου τα έχτισα σε αυτή την χιλιοειπωμένη εφηβεία που τόσο προσπαθώ να ξεχάσω. Μπας και καταφέρω να σε δείξω ξανά στον κόσμο.
Μπας και καταφέρω να δείξω πόσο αθώα παραμένεις κι ας επιλέγεις να βγάζεις εμένα στη φόρα.

Άμυνα είμαι, ψυχή μου και σε περιμένω πότε θα είσαι έτοιμη να βγεις. Πριν βγεις μια και καλή και αφήσεις τούτο δω το κουφάρι άψυχο.

Γιατί στιγμές που τα πάντα καταρρέουν και κάθομαι στην καρέκλα του κατηγορούμενου για αμαρτίες άλλων, κουφάρι νιώθω. 

Πάμε τώρα να περπατήσουμε μέχρι να βρέξει. Θα σε αφήσω να βγεις, να στριφογυρίσεις λίγο στη βροχή κι έπειτα για ύπνο θα σε βάλω πάλι.

Τα μάτια των ανθρώπων είναι αρπακτικά, ψυχή μου. Αρπακτικά πεινασμένα, στο διάβα σου θα σε ακολουθούν και θα τσιμπολογούν στην ουσία σου μέχρι να στερέψω πια από σένα. Κι έπειτα, ίδια μ’αυτούς θα γίνω.

Άψυχο κουφάρι, κυνηγάρικο αρπακτικό στο κατόπι άλλων σαν και σε.


Muse

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Ανάρμοστη συμφωνία με ηθικές διαταραχές;

Πιάσε ένα ποτό, βγάλε τα παπούτσια σου και βάλε τα πόδια σου πάνω στα δικά μου να είσαι άνετα. Απόψε θέλω να σου μιλήσω για το ποια είμαι πραγματικά. Μου πήρε πολύ χρόνο και πολύ κόπο να το καταλάβω. Έπειτα, ακόμη περισσότερο να το αποδεχτώ και να μάθω να ζω με αυτό.
Μην κοιτάς το πάτωμα, τα μάτια μου κοίτα κι ας μοιάζουν κενά στιγμές που κρύβομαι πίσω από την πολιοφορεμένη μου μάσκα. Απόψε θα με δεις αληθινή. Με τις πληγές και τις ουλές που αγκαλιάζουν το σώμα μου κάτω από το δέρμα. 
Απόψε θα σου αφεθώ και θα σου πω ποια είμαι. Έπειτα ο καθένας το δρόμο του, ναι; Αυτή τη χάρη θέλω μόνο. Άτομα που ξέρουν ποια είμαι δεν μένουν τριγύρω για πολύ, οπότε θα σε αφήσω εγώ. Να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση του να φύγεις πρώτος.
Έπειτα θα σου μιλήσω για το που είμαι χαμένη. Αρνούμενη να βρεθώ από τον οποιοδήποτε.

Είμαι η Muse. Μια ζωή κρυμμένη πίσω από ένα προσωπείο που με βοηθούσε να εκφραστώ ελεύθερα. Έτσι κι εδώ, κρυμμένη πίσω από ένα ψευδώνυμο που διόλου με χαρακτηρίζει. Ίσα ίσα, αν καταφέρεις και δεις λίγο μέσα στον εγκέφαλο μου θα τρομάξεις.
Μιλώ πολύ και τις περισσότερες φορές, δεν λέω απολύτως τίποτα με λέξεις. Οι πράξεις μου δε, βρίσκονται στην γκαρνταρόμπα μου σε πληθώρα. Αυτές είναι που με χαρακτηρίζουν και με έμαθαν πως εκείνες με ορίζουν. Πράξεις που λανθάνουν σκοπούς, σκοπούς αλλιώτικους, πράξεις που με οδηγούν σε συναισθήματα επίπονα. 
Είμαι αγχώδης μα διόλου ενοχική. Βλέπεις τις πράξεις μου τις καλοζύγιζα πάντα. Στο ζύγι έμπαιναν τα θέλω μου με τα αισθήματα των άλλων τριγύρω. Όταν πια δεν με ένοιαζε τι θα σκεφτούν, έπραττα. 
Διάολε, έπραττα με όλο μου το «είναι». Άρα που χώρος για ενοχές όταν η κάθε σου πράξη περνάει από χίλια μύρια κόσκινα πριν την εκτελέσεις; Μα ποτέ καλομελέτημενη, ούτε και καλοσχεδιάσμενη. 
Κάθε πράξη κατέληγε από το μυαλό μου στη ζωή μου σε κλάσματα δευτερολέπτου. Τόσο μόνο βλέπεις αντέχω να σκεφτώ για τη δική μου την κατάληξη. Κι όταν πια είχα χρόνο για μετάνοιες, τον χρησιμοποιούσα αλλού.
«Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν έκανες.» μου είχε πει ο πατέρας μου κάπου στα 14 και από τότε, φράση ζωής κατέληξαν τα λόγια του.
Έδινα καύσιμο στον εγωισμό και στον αυθορμητισμό μου και έγινα κάστρο συναισθηματικά απόρθητο. 
Είμαι καυστική και κάφρος. Έμαθα να αποφεύγω δύσκολες καταστάσεις και να ελίσσομαι μέσα από αυτές με το χιούμορ μου. Που διόλου μοιάζει γυναικείο, κάθε άλλο. Αντρικό χιούμορ βλέπεις, γι’αυτό και πάντα τα πήγαινα καλύτερα με τους άντρες. Γι αυτό και έμαθα να σκέφτομαι κάποιες φορές σαν και εκείνους, κάποιες, όχι πάντοτε. 
Έχω ακούσει φράσεις και φράσεις βλέπεις από δαύτους και είναι πλάσματα μαγικά και μυστήρια. Σου παίρνουν τις ελπίδες για να σε καθηλώσουν με ένα «μείνε να κοιμηθούμε μαζί και φεύγεις το πρωί.»
Μα μαθημένη στα «φεύγα» της ζωής, ποτέ δεν έμενα για ένα τσιγάρο ακόμη. Προτιμούσα να το κάνω στο δρόμο για το σπίτι μοναχή, σκεπτόμενη τη νύχτα που πέρασε.
Επίσης είμαι συναισθηματική και ρομαντική, λατρεύω τις νύχτες κοιτάζοντας τα αστέρια να αναλύω τη ζωή με μια μπύρα στο χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο.
Διακατέχω μια ψυχασθένεια που λίγοι αντέχουν. Λατρεύω να τρυπώνω στο μυαλό κάποιου και να το κάνω μπουρδέλο, στην κυριολεξία. Πέρασα εποχές που κοιτούσα τους ανθρώπους σαν θηράματα, να δω ποιον εγκέφαλο θα καταστρέψω. 
Μη φεύγεις, όχι ακόμα. Σου είπα θα σε διώξω εγώ όταν έρθει η ώρα. Μη μου χαλάς το χατίρι, όχι τώρα που αποφάσισα πως θα σε αφήσω να μείνεις λίγο ακόμη. 
Θες να μάθεις που είμαι χαμένη λοιπόν; Τι; Πως το ξέρω; Αφού σε βλέπω να βάζεις κι άλλο ποτό.
Είμαι χαμένη που λες, μέσα σε κάτι παλιούς δίσκους από βινύλιο που λατρεύω να μυρίζω. Η οσμή τους φέρνει θύμηση παλιάς εποχής, ίσως και πιο αγνής από τη δική μας. Χαμένη κάπου ανάμεσα στο ξεχασμένο, επαγγελματικό πικάπ του σαλονιού που παραμένει αχρησιμοποίητο για χρόνια και στον ήχο της βελόνας πάνω στο δίσκο. 
Οι δρόμοι που πήρα είναι κάτι ανούσια βογγητά και κάτι « μη μου μιλάς ρε φίλε, το ταβάνι είναι πιο ενδιαφέρον.» που ξεφούρνισα για να καταστρέψω κάθε πιθανό είδος ευάλωτου συναισθήματος που έτρεφε το πρόσωπο για μένα. Ο «έτσι» που λες, ακόμα τριγυρνά στο μυαλό μου. Κάποιος θα ήθελα να του πει πως ήταν υποψήφιο θύμα, πως ήταν πείραμα, μέχρι που παραλίγο να τον ερωτευτώ και αποφάσισα να την κάνω με ελαφρά για να μη χρειαστεί να δω τον εαυτό μου να χάνει στο ίδιο του το παιχνίδι. 
Είμαι χαμένη λοιπόν σε κάτι ξύδια που κατέβασα μοναχή γιατί δεν ήταν εδώ εκείνος που χρειαζόμουν και σε κάτι τζούρες τσιγάρου που μου έκαψαν τα σωθικά γιατί δε γίνεται να συνδυάσεις λυγμούς με καπνό. 
Έχω ξεχαστεί σε μια ταράτσα με τραπεζάκι μια σιδερώστρα και κάτι μοχίτο που ήπια με τις κολλητές μου. Σε κάτι φράσεις αστείες που πονούσε το στομάχι μου από τα γέλια και σε κάτι « πότε γυρνάς;» που έφτυσα την καρδιά μου μαζί τους. 
Χάθηκα βλέπεις γιατί ο κόσμος δε με χωρούσε και τα καλούπια δεν ήταν ποτέ αρκετά για να με συνεφέρουν. Χάθηκα για να βρω εγώ τον εαυτό μου και άφησα τους άλλους να ψάχνουν τα κομμάτια μου. Μα τα πήρα όλα μαζί μου βλέπεις, τίποτα δεν τους άφησα. 
Τίποτα και για κανέναν. Μόνο για μένα, μόνο για σένα, μόνο για εκείνον. Μόνο για αυτούς μου με βλέπουν όπως βλέπω εγώ τον εαυτό μου και κατάφεραν να με κρατήσουν δίπλα τους. 
Αστραπή είμαι ρε μωρό, τι δεν καταλαβαίνεις; Αστραπή.
Όσο γρήγορα χτυπήσω, τόσο γρήγορα θα λάμψω και θα φύγω. Η κεραυνός. Δε ξέρω ποιο από τα δύο περιέγραψα μόλις αλλά ξέρεις πως αυτό είμαι. 
Δεν κρατάω για πολύ, δεν είμαι για πολύ. 

Αν δεν μπορείς να κάνεις την ίδια ταλάντωση στο χώρο με μένα, αν δεν μπορείς να ακολουθήσεις το ταγνκό που επέλεξα να χορεύω μια ζωή δεν έχεις θέση στην πίστα μου. 
Τώρα, άσε το ποτήρι κάτω και πάρε τα παπούτσια σου. Θέλω να φύγεις. 
Γιατί; Ήταν η συμφωνία μας. Εγώ θα σου πω και εσύ θα φύγεις. Δεν θες; Δε με νοιάζει. 
Γιατί τις συμφωνίες που έκλεινα πάντοτε τις κρατούσα κι ας ήταν η αποψινή με το τέρας που φοβόμουν όταν ήμουν μικρή.


Muse

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Παρανάλωμα στον απόηχο του αύριο.

Μας το έμαθαν στο σχολείο και εμείς το κατεβάσαμε αμάσητο δίχως αμφισβήτηση. Επιλέξαμε τη μοίρα που κάποιος άλλος μας πάσαρε, μας χρύσωσε το χάπι βλέπεις κι εμείς, όντας σε μικρή ηλικία το κατάπιαμε δίχως καν να ψάξουμε το παραμικρό, την οποιαδήποτε εξήγηση.
Θυμάμαι τότε ακόμη στα θρανία να αναρωτιέμαι πως γεννιόμαστε αμαρτωλοί και για ποιο λόγο. Κι έτσι, έμαθα πως αμάρτησα πριν καν γνωρίσω την έννοια της λέξης.

Γεννηθήκαμε ήδη αμαρτωλοί.

Ντυμένοι με λογιών- λογιών αμαρτίες να βαραίνουν τη φιγούρα μας, πορευόμαστε σε ένα δρόμο με τα πόδια μας γυμνά, πατώντας σε λεπίδες. Με το αίμα που κυλά σε αφθονία, τραβάμε γραμμές στους τοίχους της αποφυλάκισης μας ελπίζοντας σε μια ευκαιρία παραπάνω.
Σε κάτι φωτεινό. Σε κάτι «δεύτερο» μιας και η πρωτιά δε μας πήγαινε ποτέ, μιας και την πρώτη μας την ευκαιρία τη χαραμίσαμε σε πρόβες, όντας σίγουροι για το μετά.

Κάθε βήμα και μια γραμμή στο τσιμέντο που μας περιβάλλει, που μας χωρίζει από ότι καταφέραμε να αγαπήσουμε.

Κάθε βήμα και μια στιγμή πιο κοντά στο τέλος.

Η κάθε μέρα μας περνά, βασισμένη σε μια σταθερά- το πέρας. Του χρόνου, των στιγμών, του πόνου, της θλίψης. Να περάσει κι αυτή η μέρα, να περάσει κι ακόμη μια νύχτα, κι ακόμη μια χαρά και μια λύπη παραπάνω να περάσει θέλουμε.

Τις μέρες μας πάψαμε να τις ζούμε μα μάθαμε να τις σπρώχνουμε να φύγουν πιο γρήγορα, μακριά μας. Να επιβιώσουμε μια ακόμη μέρα, μια ακόμη ζωή για να φύγουμε λίγο πιο γρήγορα.

Κι ας ήμασταν ήδη νεκροί.

Και αν ρωτάς γιατί οι αμαρτίες μας θαρρώ πως είναι άμεσα συνδεδεμένες με το χρόνο που αφήνουμε να περνά σαν να τον έχουμε άπλετο, είναι γιατί τι πιο άτιμο από το να πιστεύεις ενδόμυχα πως θα ζήσεις για πάντα; Πως θα έχεις λίγο ακόμη χρόνο για το «σ’αγαπώ» που ήθελες να πεις μα ποτέ δε βρήκες το θάρρος, για το «άντε στο διάολο» που κρατήθηκες και δε ξεστόμησες…για σένα, που πέρασαν τα χρόνια κι αντί να ωριμάσεις- γέρασες.

Αμαρτωλή λοιπόν η ζωή μας, η επιβίωση μας γιατί ξεχάσαμε να ζούμε.
Σε ένα κόσμο που τα ρολόγια τρέχουν πιο γρήγορα κι από το φως που δίνει λάμψη στις σκοτεινές μας πτυχές, μάθαμε να ερμηνεύουμε το τικ-τακ ως κάτι απόλυτο. Μάθαμε να το ερμηνεύουμε ως το ιδανικό μας , το είδωλο μας. Και ξεχάσαμε βλέπεις πως ίσως αυτό το πολυπόθητο «αύριο» να μην έρθει ποτέ.

Ζήσαμε σε κουτάκια, υψώσαμε τείχη κι αρνηθήκαμε να αφήσουμε τον οποιοδήποτε να παραβεί τους δικούς μας προσωπικούς κανόνες.
 Θέλαμε απλά να περάσει η μπόρα και ξεχάσαμε να χορέψουμε αγκαλιασμένοι στη βροχή. Ίσως γι αυτό πια να μισώ τα γενέθλια, γιατί κάθε χρόνος που περνά σηματοδοτεί ένα χρόνο πιο κοντά σε αυτό που μοιάζει με το τέλος.

Ένα τέλος πολυπόθητο, μιας και καρδιά μου ξέχασες πως δε μετρά ο προορισμός μα το ταξίδι. Άφησες καρδιά μου το μυαλό να πάρει τα ηνία και εκεί που χάραζες στους τοίχους τις μέρες της αποφυλάκισης σου, παράτησες την ελπίδα.

Μα να σου θυμίσω καρδιά μου, πως τελευταία φορά που διακόσμησες το κουτί σου , έβαλες στον ένα τοίχο τις λύπες και τα δάκρυα, την πικρία και ότι καθημερινά σε χαλούσε. Στον δεύτερο τοίχο έβαλες τις χαρές και τους έρωτες, τους χορούς και τα γέλια, τα ποτά και τα ξύδια. Στον τρίτο τις στιγμές, τις αγκαλιές και τα χαμόγελα. Στον τέταρτο έβαλες εσένα, να κοιτά τους τοίχους της ψυχής που τόλμησες να οριοθετήσεις.

Ξέρεις όμως τι είχες αποφασίσει; Αρκετά πια η φυλακή που έπλασες για σένα και τα όνειρα σου. Πήρες εκρηκτικά φτιαγμένα με χαρά και γέλια, τα τοποθέτησες φρόνιμα στον πρώτο τοίχο που σου χαλούσε τη διακόσμηση και τίναξες στον αέρα ότι σε πλήγωνε, για να μην καταλήξεις να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα σε κάποιο παγωμένο άσυλο.

Κι εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε αύριο. Ούτε μετά. Υπήρχε το τώρα. Κι ας χάραζες δρόμους με αμαρτίες για ακόμη μια φορά. Ήξερες μοναχά πως στο τέλος του δρόμου θα είχες χτίσει κάτι. Οτιδήποτε.

Βούτηξες μέσα στις λάσπες που γέμιζαν την ψυχή σου και βρήκες εσένα.

Κι ας ήμασταν ήδη νεκροί. Πεθάναμε προσπαθώντας να αναγεννηθούμε.

Και τα καταφέραμε.

Τα καταφέραμε, σωστά;


Muse

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Κάνε τη ρουτίνα μου δική σου, σπάζοντας την.

Ζω γι’αυτό το «θέλω να σε δω» που θα σου πω και αυτό το «ντύσου, έρχομαι.» που θα μου απαντήσεις.
Γι αυτή την πολυπόθητη αδρεναλίνη που λες πως ζεις και πεθαίνεις μα ποτέ δε σε είδα να σπας το καλούπι και εγώ τα μέτρια μωρό μου δε τα μπορώ.
«Μην πιούμε πολύ σήμερα.» Όχι αγάπη μου, ή θα πιούμε μέχρι να μη μπορώ να σταθώ ή δε θα πιούμε καθόλου.
«Με ρέγουλα τις τρέλες.» Όχι μωρό μου, ή που θα παρανομήσουμε μέχρι να σε παρακαλάω να με πας σπίτι και να μου σκίσεις τα ρούχα πάνω στις αμαρτίες μας, ή που θα μείνεις σπίτι να γράψεις στίχους.
Σου είπα, τα μέτρια δεν τα γουστάρω και κοίταξες τον καφέ μου με μια απορία στο βλέμμα που με έκανε να θέλω να στον φτύσω στα μούτρα. Το μόνο μέτριο στη ζωή μου είναι ο καφές μου, όχι ο άντρας μου.
Σου έδωσα μια επιλογή, σου άνοιξα διάπλατα το βιβλίο της καρδιάς μου και σου χάρισα μια πένα δίχως μελάνι να αφήσεις το όνομα σου πάνω του. Και με κοίταξες με την ίδια απορία.
Στις καρδιές μωρό μου δε γράφουμε, στις καρδιές χαράζουμε ονόματα, αφήνουμε το αίμα να τρέξει και έπειτα με κάθε βήμα νιώθουμε την πληγή να ανοίγει λίγο περισσότερο.
Κι όταν δείλιασες το όνομα το χάραξα εγώ, τόσο βαθιά και με τόσο μεγάλα γράμματα που άλλο, δε χωρούσε. Και τα άπλωσα να έχουν χώρο ανάμεσα τους να είναι άνετα. Και έκανα στην άκρη επιθυμίες να είσαι άνετα εσύ μέσα σε αυτές. Και τέντωσα τα χέρια μου να είσαι άνετα μέσα στην αγκαλιά μου. Τόσο άνετα, όσο άβολα νιώθω εγώ στη δική σου κάθε φορά που με κρατάς.
Όχι μη. Μη φρικάρεις.
Να μη μπορώ να αναπνεύσω με κάνεις, να ασφυκτιώ να θέλω να τρέξω μακριά από την μοναδική αγκαλιά που κούμπωσα πραγματικά. Από τις αγκαλιές που λατρεύω και καρτερώ καθημερινά. Τέτοια είναι η αγκαλιά σου.
Η δόση μου είσαι μωρό μου.
Και σου το είπα, ζω για αυτό το γαμημένο « ντύσου, έρχομαι.» που περιμένω χρόνια να μου πεις. Γι αυτό το ρίσκο που θα πάρεις, για τις δουλειές που θα παρατήσεις για να μου δώσεις ένα από τα φιλιά σου που λατρεύω. Για αυτό το ηλίθιο χαμόγελο που θα σου ρίξω όταν σε βρω μπροστά μου και για τα γέλια που θα κοροϊδέψεις γιατί ακούγονται σαν πεντάχρονου κοριτσιού.
Έτρεξες μοναχά να με βρεις όταν χανόμουν, όταν έτρεχα μακριά σου και βρήκες πάτημα σε περιγραφές της γειτονιάς μου για να βρεις το δρόμο σου σε μένα.
Και τώρα χάνομαι μωρό μου, τώρα σε θέλω εδώ. Μείνε πέντε λεπτά κι ύστερα φεύγεις. Ύστερα γύρνα στη ρουτίνα σου αλλά κάνε μια από τις τρέλες που λατρεύω σε εσένα.
Κι άσε με μετά να σε βρίσω που μου χάλασες τη ρουτίνα και τον ειρμό. Ξέρεις πως δεν τα εννοώ.
Πάρε τα πόδια σου κι έλα. Μια ώρα δρόμος θα είναι στο υπόσχομαι μα θα σώσεις πολλά περισσότερα από το χρόνο σου απλά.
Απείλησε με ξανά και ξανά πως θα έρθεις και δεν θα υπολογίσεις τίποτα. Κανένα κανόνα. Τέτοια θέλω να είναι η αγάπη μας, αφού το βλέπω στα μάτια σου κάθε φορά που με αγγίζεις.
Αρπακτικό είσαι και κρατιέσαι από φόβο. Από τα αρπακτικά που σε κάνουν δικό τους με τρόπο μοναδικό. Όχι από αυτά τα άλλα, που κατατρώνε τη ψυχή σου.
Κουφάρι στα χέρια σου δε θα μείνω ποτέ μωρό μου, με γεμίζεις με τρόπο μαγικό.
Την τρέλα μου μόνο μην μου παίρνεις μακριά.



Muse

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Ακολουθώντας τις αμαρτίες μας.

 Απόψε νίκησα κι έχασα. Στο ίδιο μου το παιχνίδι.

Κομμάτι φίλου κολλημένο στο replay και το κεφάλι μου να περιτριγυρίζεται από σκέψεις που μου μαράζωναν τη ψυχή επί χρόνια, σκέψεις που έθαψα κι άλλες που έκαψα και έκρυψα στο κουτί του χρόνου.

Μα απόψε η Πανδώρα ανοίγει τα πόδια της κι όχι απλά το κουτί της. Απόψε κάθε αθωότητα ματαιώνεται στο βωμό του χρόνου και όσο αυτός περνάει, αντί να γιατρεύει πληγές, ανοίγεις κι άλλες. Πιο βαθιές, πιο αιματηρές, πληγές θανάσιμες.

Πλέον δε ξέρω που πατάω και που βρίσκομαι, συνειρμικά καταλήγω να κοιτάω το παράθυρο στο πλάι του γραφείου μου: κενό. Τσιμέντο και κενό. Έπειτα, τίποτα.

Έχασα λοιπόν στο ίδιο μου το παιχνίδι και νίκησα ταυτόχρονα.

Ξεκίνησα να γράφω λέγοντας και πιστεύοντας ακράδαντα πως θέλω άτομα να ταυτίζονται με τα βιώματα μου, με τη φαντασία μου, με τον πόνο και με τη χαρά μου. 
Με τις λέξεις μου. Ήθελα άτομα να νιώθουν όπως κι εγώ, να βρω ένα σύμμαχο μέσω των λέξεων. Άτομα που οι ψυχές τους θα νιώθουν τη δική μου κι ας μη με ξέρουν ούτε στο ελάχιστο, να με μάθουν μέσω των γραπτών μου, να αγαπήσουν αυτά- μα να μισήσουν εμένα. Να τη λοιπόν η νίκη μου.

Voila.

Από την άλλη, ποτέ δεν ήθελα κανείς να νιώσει αυτά που βασανίζουν τον κόσμο μου.
Που καθόλου αγγελικά πλασμένος δε φαντάζει. Βλέπεις και ακούς πως υπάρχουν και άλλοι που νιώθουν την ίδια κόλαση που περνάς εσύ κάθε βράδυ για ανθρώπους που δε βρίσκονται πια στο πλάι τους, για καταστάσεις ερωτικές και μη που τους τριβελίζουν τη ψυχή και κάθε αμαρτία τους αντικατοπτρίζεται στην επιφάνεια του ποτηριού τους που βρωμάει μπύρα, ανθρώπους που νιώθουν, ανθρώπους που ξέρεις ελάχιστα ή που δε ξέρεις καθόλου.

Voila και η ήττα μου. Πράγματα που δεν περνούν ούτε και με ένα μπουκάλι ουίσκι, εύχεσαι να μη τα ζήσει ποτέ κανείς. Να μη τα σκεφτεί ποτέ κανείς.

Να μη δουν ποτέ αυτά που τους βασανίζουν να τους κοιτούν από τον καθρέφτη.

Δε θες να νιώσουν όπως κι εσύ.

Εσύ που ξέρεις πως είναι να αποφεύγεις καθρέφτες γιατί δεν αναγνωρίζεις πλέον τον εαυτό σου στην αντανάκλαση. Που οι δαίμονες σου βρήκαν το δρόμο στα μάτια σου και κλέβουν λίγο- λίγο το φως. Που κατεβάζεις μπουκάλια κάθε νύχτα προσπαθώντας να κλείσεις για λίγο τα πόδια της Πανδώρας πριν χωθείς μέσα σε αυτά και της κάνεις έρωτα.

Για αμαρτίες μιλάμε φίλε, για αμαρτίες… για αμαρτίες που ακολούθησες γιατί είσαι και είμαι επιρρεπής σε λάθη και το έθεσες καλύτερα από το οτιδήποτε. Πράγματα που αρνούμαι να ξανασκεφτώ.

Πράγματα που αυτή τη στιγμή με κάνουν και τρέμω.

Κι εκεί κάπου το χάνεις και το χάνω και κοιμάσαι στο πάτωμα αγκαλιά με το μπουκάλι. Κάπου εκεί θα καταλήξω κι απόψε και θα ξυπνήσω λίγο πριν φύγουν για δουλειά οι δικοί μου.

Γιατί λατρεύω να σκοτώνω μυαλά, μα πλέον τα τείχη μου δεν αντέχουν και πολλά και τα νιώθω να λυγίζουν. Γι αυτό στιγμές σαν και αυτή το δωμάτιο με πνίγει και δε με χωράει ο τόπος. Δε με παίρνει να γαμήσω και τις ψυχές εκείνων που με έφεραν στον κόσμο γι αυτό σου λέω, κλείσε το laptop, παράτα το μπουκάλι και πέσε για ύπνο.

Μα ποτέ δεν κατάφερα να βάλω τον εαυτό μου στη σειρά και ούτε σκοπεύω να το κάνω. Κι ας με βρει το πρώτο φως του ήλιου με μάτια πρησμένα και κόκκινα από την αϋπνία.

Γιατί είναι κι αυτές οι φορές που δε σε παίρνει να κλάψεις. Δε σε παίρνει να ρήξεις ούτε ένα δάκρυ παραπάνω κι απλά παραμένεις ακίνητος κοιτάζοντας το κενό με τρεμάμενα χείλη. Σα να θέλει η ψυχή σου να σου ψιθυρίσει ένα «συγγνώμη» μα αυτό το συγγνώμη το θες από εκείνους που με τις υποσχέσεις τους σε έκαναν δυνατό. Και φεύγοντας, σου πήραν τον κόσμο μέσα από τα χέρια.

Παιδί είσαι ακόμα και παιδί είμαι και καταλαβαίνω. Απόψε χάσαμε κι οι δυο και μαζί μας, άλλοι τόσοι και πολλοί παραπάνω. Μα είπαμε, Follow your Sins και άσε τους άλλους να λένε.

Ψέματα, βλέμματα, οργασμοί και ξύδια. Τα τσιγάρα παρά κει και ο ρομαντισμός στην άκρη για μια νύχτα. Μόνη μου και όλοι τους. Απόψε θα είμαι εγώ για πάρτη μου. Στην άκρη όλοι αυτοί που έφυγαν και θα φύγουν. Απόψε εγώ, για μένα.

Κι έπειτα ξαναβλέπω την Πανδώρα… «Κοίταξε με ρε γαμώτο!» φωνάζω. Κι εκείνη ανοίγει το κουτί της. Μα είναι δικό μου και έχει όλες τις αμαρτίες που ακολούθησα και όλες τις διαδρομές που χάραξα με τα λάθη μου και με τα σωστά μου.

Γάμα τα ξενύχτια ρε, γάμα και τους έρωτας, γάμα και τις καταθλιψάρες που με πιάνουν απροειδοποίητα. Γάμα και τις βρισιές και εμένα που ξεσπάω σε ένα χαρτί αντί να ξεσπάσω εκεί που πρέπει. Μα έτσι είναι αυτά.

Τα λάθη μου δε με έβγαλαν ποτέ σε αδιέξοδο. Κι ας έχασα απόψε.

Και που’σαι ξένε; Σε ευχαριστώ που νιώθεις. Και λυπάμαι που χρειάστηκε να νιώσεις.


Muse 

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Το παζλ της ζωής μας

Γαμημένη μέρα η σημερινή. Μα εξίσου πανέμορφη, διαφορετική, γεμάτη συναισθήματα, γνωριμίες, γέλια, φωνές, και φασαρίες. Κυριακή διαφορετική από κάθε άλλη, που δεν με έφαγε η σαπίλα της μοναξιάς κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους με διαφορετικά χρώματα βαμμένους. Όμορφη και ευχάριστη αυτή η Κυριακή λοιπόν κι ας ώθησα τον εαυτό μου στο να καταρρακωθεί από ασήμαντες λεπτομέρειες, είναι αυτές που με κρατάνε ζωντανή. Είναι οι ίδιες λεπτομέρειες που εγκλώβιζαν τα μάτια σου κάθε φορά που με κοιτούσες. Όμορφη μέρα η σημερινή κι ας μην ήσουν μεγάλο κομμάτι αυτής, άλλωστε εσύ μου έμαθες πως για να γίνουν ένα δύο άνθρωποι, πρέπει να είναι εξίσου αυτοτελείς, να μην χάνουν την ιδιαιτερότητα τους και την προσωπικότητα τους κατά την ένωση των ψυχών και των σωμάτων.

Τα θέλω μου και τα θέλω σου, διαφορετικά κοινά και των δυο μας.

Κι είδα λοιπόν πως και σήμερα σε μια μέρα τόσο γεμάτη, η σκέψη μου έτρεχε συνεχώς στην ύπαρξη σου, περιτριγυριζόταν από αυτή και όποτε έβρισκα κενό ανάμεσα στα ερωτήματα και στις σκοτούρες που ίσως να αντιμετώπιζα και σήμερα, η μορφή σου τρύπωνε κρυφά και γαλήνευε τα μέσα μου. Απόψε λοιπόν μου πρόσφερες την έμπνευση που αποζητούσα τόσο μα τόσο καιρό, την έμπνευση που έβλεπα σιγά-σιγά να απομακρύνεται και αναρωτιόμουν συνεχώς πότε θα γυρίσει να με αγκαλιάσει σφιχτά και να με κυλίσει σε αυτή την παλίρροια συναισθημάτων που αποζητώ καθημερινά. Σα μια δόση σκληρού ναρκωτικού που με καθησυχάζει κατά την εισροή του στις φλέβες μου και η έλλειψη του μου προκαλεί συσπάσεις- ψυχικές σε αυτή την περίπτωση.

Άκουσα που λες πως υπάρχουν άνθρωποι χαμαιλέοντες. Άνθρωποι που προσαρμόζουν τον εαυτό τους στις ανάγκες των άλλων ώστε να καταφέρουν να εξυπηρετούν καθεμιά τους ανάγκη. Άνθρωποι καταρρακωμένοι, άνθρωποι που ακολουθούν την νοητική διαταγή του «αγαπημένου» τους με σκοπό να φτάσουν την απόλυτη ψυχολογική ηδονή μέσω της ικανοποίησης του άλλου, χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να συμβαίνει. Ή τουλάχιστον εγώ τον άνθρωπο χαμαιλέοντα έτσι τον αντιλαμβάνομαι οπότε απόψε άκου και τη δική μου οπτική γωνία.

Αυτός ο άνθρωπος έμαθε να αντέχει στις κακουχίες της ζωής και να αποτρέπει γεγονότα, να αποφεύγει καταστάσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη ψυχοσύνθεση του- ο τρόπος του; Η προσαρμογή. Με κάθε άνθρωπο θα ταίριαζε, θα έβρισκε τα σωστά κουμπιά που θα πατούσε για να κολλούσε απόλυτα με το κομμάτι του παζλ που βρισκόταν δίπλα του εκείνη τη στιγμή. Δεν τον ένοιαζε η μεγαλύτερη εικόνα, μοναχά να ταιριάξει με αυτό το κομμάτι.

Πιέζοντας τις γωνίες του, καλύπτοντας οποιαδήποτε αιχμηρή του άκρη καλούπωσε τον εαυτό του και τον σουλούπωσε ώστε να γίνει η απάντηση στις ερωτήσεις κάποιου, χωρίς να ενδιαφέρεται και πολύ για το τι αφήνει πίσω. Βέβαια, οι αιχμηρές μας άκρες καταφέρνουν να σκίζουν και να τρυπούν κάθε προστατευτικό που ορίσαμε, οι ανασφάλειες και οι απαιτήσεις μας έπειτα από καταπίεση, ξεπερνούν τα όρια που θέσαμε. Οι άνθρωποι αυτοί λοιπόν, γεμάτοι ανασφάλειες κι ανάγκες προσποιούνται πως ανήκουν κάπου και μαθαίνουν να ζουν με αυτό το βάρος. Για πόσο όμως; Πόσο τραβάει μέχρι να σπάσει; Πόσο αντέχει ένα γυαλί μέχρι να ραγίσει;

Φεύγουν λοιπόν όταν πια το κομμάτι του παζλ που βρήκαν δεν τους ταιριάζει. Όταν πια οι ιδιαιτερότητες τους είναι πιο μεγάλες από την πεποίθηση των «θέλω» τους και τα «πρέπει» παραμερίζονται σε 20 δεύτερα του λεπτού. Έπειτα, ο κρότος της σιγής τους αντηχεί σε κάθε γωνιά της ψυχής. Φωνάζει η συνείδηση, φωνάζει, ταρακουνά και χτυπά:

«Φτάνει πια!»

Τέρμα πια η προσαρμογή, φρένο στις υποχωρήσεις, παύση ολοκληρωτική στους συμβιβασμούς. Θέλουν αυτό που θέλουν κι όχι επειδή πρέπει, όχι επειδή είναι υποχρεωμένοι αλλά γιατί η ψυχή κουράστηκε πια να εγκλωβίζει τα άγχη της μέσα σε καλούπια, κουράστηκε πια να ακολουθεί το «πρέπει» του μυαλού.

Βλέπεις είναι απλά τα πράγματα και τόσο περίπλοκα ταυτόχρονα που προσωπικά, χάνομαι που και που μέσα σε αυτά. Είναι φυσικά και οι στιγμές διαύγειας που με βρίσκουν τις πιο κατάλληλες στιγμές.

Ένα κομμάτι μονάχα μπορεί να ολοκληρώσει ένα παζλ και να δημιουργήσει μια πανέμορφη εικόνα, να κουμπώσει ολοκληρωτικά πάνω στις άκρες και στα βαθουλώματα και να συμπληρώσει κάτι εξίσου πανέμορφο. Αν για μια στιγμή αφήσεις το μυαλό σου ελεύθερο θα δεις πως ένα μικρό μέρος του παζλ σου , δείχνει ουρανό…όμορφη εικόνα. Ένα άλλο δείχνει γρασίδι, επίσης όμορφη εικόνα. Συμπληρώνεις λοιπόν τα κομμάτια της ζωής σου και κάτι λείπει μα νιώθεις αυτοτελείς και μονάχος χωρίς να έχεις ανάγκη κάποιον στο πλάι σου. Μέχρι που έρχεται εκείνο το κομμάτι που έλειπε που συμπληρώνει την ομορφιά της ψυχής σου, που σε κάνει να νιώθεις ολόκληρος κι ας ήταν κάθε κομμάτι σου μια εικόνα γεμάτη ομορφιά και συναίσθημα.

Δυο άνθρωποι λοιπόν πριν καταφέρουν να ολοκληρώσουν ένα παζλ μαζί πρέπει να είναι εξίσου αυτοτελείς ώστε να καταφέρουν να γίνουν ένα, επαναλαμβάνω. Κοίτα ένα παζλ, ζωγραφισμένο και φτιαγμένο με τόση λεπτομέρεια, ακολουθείς τις γραμμές του και ταξιδεύεις, χαζεύεις τα κομμάτια του και κοιτάς και τα δικά σου.

Τέρμα πια η εθελοντική προσαρμογή εκεί που δεν κολλάς. Όταν βρεις το μέρος που ανήκουν τα κομμάτια σου πίστεψε με θα το καταλάβεις αμέσως, δε θα χρειάζεται προσπάθεια- απλά, εκεί θα είναι η θέση σου, εκεί θα ανήκεις. Εκεί θα μένεις επειδή τα «θέλω» σου, κατασπάραξαν τα «πρέπει». Επειδή σου έχουν αφήσει την πόρτα ανοιχτή μα εσύ αρνείσαι να την περάσεις. Μένεις εκεί και πολεμάς, όχι εναντίων του μα στο πλάι του και εκείνος στο πλάι σου.

Μάχη και χορός ερωτικός και παθιασμένος είναι η ζωή, αν έχεις καλό παρτενέρ όλα τα βήματα σου φαίνονται γνώριμα. Να το θυμάσαι αυτό, εσύ μου το έμαθες. 


Muse

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Χορέψαμε με το Διάβολο

Περνάς από εποχές της ίδιας σου της ζωής και τις ζεις, ω θεέ μου πως τις ζεις! Με μια λαχτάρα, με ένα πάθος αδιανόητο. Που σε γεμίζει και νιώθεις τόσο τίγκα συναισθηματικά που αρχίζεις και δίνεις ότι έχεις και δεν έχεις. Δανείζεσαι από αποθέματα της ψυχής σου υποσχόμενος στον εαυτό σου πως ΝΑΙ θα τα γυρίσεις πίσω γιατί είσαι σχεδόν σίγουρος πως θα ξαναγεμίσεις. Κι έτσι δανείζεσαι και συνεχίζεις να δίνεις μέχρι που αυτά τα αποθέματα αδειάζουν και πάνω στην άρνηση της παραδοχής ότι « τελείωσες» δημιουργείς ψεύτικες πεποιθήσεις ότι υπάρχει κι άλλο μέσα σου, ότι αντέχεις. Με αποτέλεσμα να συνεχίζεις ακόμη και αν όλα έχουν μετατραπεί σε πάγο.

Όσο βραχυπρόθεσμη και μη είναι αυτή η εποχή η όποια βιώνεις και αναλώνεσαι, συνεχίζεις να πολεμάς αρματωμένος με πάθος και αγάπη για κάτι το πολυπόθητο που ενώ το βλέπεις ανάμεσα στα χεριά σου, ποτέ δεν είχε υπάρξει εκεί. Δεν είχε ποτέ υλική υπόσταση και πραγματική μορφή. Βαδίζεις στη τρέλα χαράζοντας το δέρμα σου με αμαρτίες- μετρώντας διαβολικά βήματα που σε τραβάνε από το φως.  Έτσι, εγκλωβισμένος στη φαντασίωση σου και πλήρως ευγνώμων γι αυτή, αποποιείσαι κάθε είδους ευθύνη και πορεύεσαι σε ένα δρόμο που μοιάζει τόσο φωτεινός και ασφαλής μόνο που χάνεσαι σε μια χώρα όπως η Άλικη. Φυσικά χωρίς αίσιο τέλος μιας και εδώ δεν βρίσκεσαι σε παραμύθι μα στη προσωπική σου κόλαση. Φτιαγμένη μοναχά για σένα.

Ζητάς ευχαριστώ από το Θεό, ενώ παράλληλα χορεύεις με το διάβολο και ενώ το γνωρίζεις, το παραβλέπεις σαν κάποιο παράπτωμα απλά και μόνο για το χάδι του αγαπημένου σου που στο πέρασμα του αφήνει χαρακιές τόσο βαθιές που μπροστά στα μάτια σου τα κόκαλα σου θρυμματίζονται. Παραμένεις εκεί λόγω του χείμαρρου έμπνευσης που ο συγκεκριμένος άνθρωπος σου παρέχει, ποσό μάλλον όταν η ιδέα που έχεις σχηματίσει για εκείνον περιβάλει το είναι σου και κάθε σου πράξη, συνειδητή και όχι μόνο, στοχεύει στην ικανοποίηση του. Ψεύδεσαι, κακοποιείς συναισθηματικά τον εαυτό σου μα και τους γύρω σου, διώχνεις μακριά οποιονδήποτε προσπαθεί να σου δείξει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που πιστεύεις, φίλοι χάνονται γιατί τους διώχνεις μακριά και θα σου δείξω αν μου επιτρέπεις πως πάει η συγκεκριμένη ιστορία. 

Κάποτε ήταν ένα κορίτσι απεγνωσμένο για έναν έρωτα που θα την συγκλονίσει, μιας και οι ερωτικές της επιλογές από την πρώτη ημέρα που ξεκίνησε το όλο τρυπάκι του έρωτα βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο στο να μην βρεθεί μοναχή της.  Σε μια συναυλία παρέα με μια παιδική της φίλη γύρισε και είπε « Δεν έχω κάποιον που να μπορώ να σκέφτομαι όταν παίζει κάποιο τραγούδι ερωτικό, σε ζηλεύω ξέρεις. Που είχες έναν μεγάλο έρωτα ενώ εγώ μαζεύω κομμάτια κάθε σχέσης και πλάθω στο μυαλό μου κάποιον που θα μπορούσα να ερωτευτώ πραγματικά και να χαθώ στα ονειρικά του χεριά. Έστω για 3-4 λεπτά, όσο διαρκούν οι νότες που αγγίζουν την καρδιά σου ενώ τη δική μου την αφήνουν παγερή αδιάφορη. Είναι απλά λέξεις για μένα, ξέρεις. Δεν αντιστοιχούν κάπου. Δεν είχα κάτι δυνατό για να αναπολήσω.»

Η συγκεκριμένη κοπέλα λοιπόν έψαχνε και έψαχνε ανάμεσα σε πολλά πρόσωπα να βρει κάτι το συγκλονιστικό μέχρι που απλά έπεσε επάνω του τυχαία και έτσι ξεκίνησε να ζει ένα παραμύθι που στα μάτια της φαινόταν μαγικό και τόσο , μα τόσο υπέροχο. Οι γύρω τις φυσικά, πρόσωπο κοντινά και γνώριμα προσπαθούσαν να της δείξουν πως αυτή της η αγάπη για κάτι το καταστροφικό θα την ρίξει στα πατώματα όπου και βρέθηκε. Βραδινά τηλεφωνήματα στη κολλητή της με κλάματα που τις έκοβαν την ανάσα και οι λέξεις μπλοκάροντας στο λαιμό της από αναφιλητά που την έριχναν στο πάτωμα αγκαλιά με το κινητό της. Και η φωνή της κολλητής της να ωρύεται φωνάζοντας « Ξέχασε το! Απλά αστό να φύγει, δε σου αξίζει!» Και η μικρή μας φίλη να τρέχει στην αγκαλιά της μαμάς της σα μικρό κοριτσάκι που έσπασε το αγαπημένο του παιχνίδι και να χτυπιέται φωνάζοντας « Δεν αντέχω άλλο!». Βράδια αξημέρωτα μπροστά από έναν υπολογιστή τελειώνοντας τα πακέτα των τσιγάρων σαν νεροπότηρο μετά από νύχτα που ξεχείλιζε από αλκοόλ.

Συνεχείς πονοκέφαλοι, πρησμένα μάτια από την αϋπνία ή από την υπερβολική «δόση» ύπνου, καφέδες για να παραμένει όρθια κι αγκαλιά με τη σόμπα της ερωτεύονταν καθημερινά κάτι που την ξεπάστρεψε μέχρι που σιγά ξεκίνησε να πιστεύει πως δεν ήταν εκείνη μα κάποια άλλη. Έμπαινε και έβγαινε συνεχώς σε ρόλους για να κρατιέται ζωντανή. «Απόψε θα είμαι δυνατή.» Μόνιμος το ίδιο σκηνικό. Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια. Κι έχοντας πια σπάσει τα δεσμά που την κρατούσαν στο πάτωμα προσπάθησε να ανοίξει τα κατασπαραγμένα της φτερά και να πετάξει μακριά μα κάτι την κρατούσε. Κι όταν πια το κατάφερε, το παρελθόν επέστρεψε για να την κατασπαράξει.

Είναι αυτό που λέμε μοίρα, ξέρεις. Είναι αυτό που στο «Μεταμεσονύκτια Φρίκη» κατέστρεψε την πρωταγωνίστρια μας. Είναι αυτό που σε κρατεί ξύπνιο τα βράδια.

Είναι το παρελθόν που σε κρατεί δέσμεο των επιλογών σου και κάθε φορά επιστρέφει για να σου δαγκώσει τον πισινό σαν κακομεταχειρισμένο σκυλί που φοβάται και γι αυτό επιτίθεται. Είναι κάτι ξύδια που κατέβασες μονάχος σου, είναι κάτι δάκρυα που έχυσες επειδή σε έπνιγε το άδικο, είναι κάτι «σ’αγαπώ» που πήγαν χαμένα και κάτι « άντε και στο διάολο» που δεν τήρησες.
Και χορέψαμε με το διάολο και προσευχηθήκαμε να ξεχάσουμε τα βήματα και να πέσουμε μπας και καταφέρουμε να ξεφύγουμε, και δήξαμε τα δόντια μας στους περαστικούς που μας χαλούσαν τη φαντασίωση, και χαλάσαμε φίλιες για κάτι φανταστικό, για κάτι που δεν ήταν ποτέ διπλά μας.
Μια αγκαλιά ρε γαμώτο, ένα φιλί και μια συγγνώμη. Στον εαυτό μας.

 Παρελθόν τίποτα δε μου χρωστάς και τίποτα δε σου χρωστάω.



Muse

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Απόψε μείνε

Και τι μου λες εσύ τώρα εγώ τα ακούω βερεσέ. Όχι. Μην το πεις, σε ικετεύω. Δεν με νοιάζει αν χρειαστεί να κοιμηθώ βράδια ολόκληρα μακριά σου αγκαλιά με μια ξεχασμένη σου ζακέτα. Δε με νοιάζει αν είσαι στην άλλη άκρη του κόσμου, σε άλλο πλανήτη, σε άλλη διάσταση. Δεν με νοιάζει αν χρειαστεί να βυθιστώ στο σκοτάδι μέχρι να σε ξαναβρώ. Με νοιάζει μόνο να ξέρω πως υπάρχεις κάπου εκεί έξω. Πως έχεις υλική υπόσταση, συναισθήματα και πάντα μα πάντα, μάτια λαμπερά. Με νοιάζει να ξέρω πως δεν είσαι δημιούργημα της φαντασίας μου για να συμπληρώσει κάποιο αδιανόητο κενό που με κρατά ξύπνια τα βράδια. Με νοιάζει όταν γυρνώ πλευρό η μυρωδιά σου να τρυπά κάθε κύτταρο της πραγματικότητας μου κι εσύ να είσαι μέρος αυτής.

Αλλά... ακόμα κι αν αλλάζοντας πλευρό κάποια νύχτα συνειδητοποιήσω πως χάθηκα για άλλη μια φορά σε όνειρα, πως η δαιμονική μου φαντασία έπλασε μια ιδέα που φαντάζει μαγική, πως δεν ήσουν τίποτα παρά μια σπίθα τελειωμένου αναπτήρα... ακόμα και τότε, τότε που το κάρμα θα με σφυροκοπήσει με μίσος, θα ξέρω πως υπήρξες για ένα κλάσμα του δευτερόλεπτου έστω κι ας μην είχες ποτέ ουσιαστική μορφή και σύσταση.

Αλλά όχι απόψε μην το πεις. Δεν καήκαμε για να μάθουμε, καήκαμε γιατί λατρέψαμε τη ζεστασιά και τη γαληνή μιας φλόγας που τρεμόπαιζε στο πιο ήπιο αεράκι ενός Φλεβάρη. Σε βρήκα σε μια ατσάλινη γραμμή που ρουφούσε ροδοπέταλα από τον κόσμο μου... ξέρεις εσύ- μοναχά εσύ ξέρεις. Κι αν όλα αυτά για σένα είναι σκοτεινά θυμήσου κι αυτό: προτιμώ να βρίσκομαι στο σκοτάδι αν τα μάτια σου είναι πιο λαμπερά εκεί. Προτιμώ να τρέχω σε μια λάμψη που με κρατά ζωντανή παρά να με τυφλώσει το οποιοδήποτε φως και να χάσω αυτό που βλέπω.

Αλλά όχι, απόψε μην το πεις στο ξαναλέω. Αν είναι να φύγεις ας μην είναι απόψε. Απόψε μείνε.

Κάθε 'απόψε' μείνε. Κι ας μοιάζει δύσκολο.

Στο χα ξαναπεί: εσύ στην αφάνεια και εγώ στα φώτα. Εσύ στο φως πάραυτα και εγώ στο σκοτάδι. Κι αν η αφάνεια σου είναι ένα τσιγάρο κι ένα ούζο και τα δικά μου φώτα είναι τα τακούνια και τα μεθυσμένα βλέμματα- θα προτιμούσα να ήμουν εσύ. Εσύ μοιάζεις ευτυχισμένος, δεν ξέρω αν είσαι. Εγώ μοιάζω ευτυχισμένη μα δεν είμαι. Κι αν η δική μου ευτυχία κρύβεται σε στιγμές μικρές είναι σε αυτές που περνάω μέσα στα χέρια σου, κρυμμένη από κάθε είδους φώτα, αγκαλιασμένη από το φως. Κι έχεις μια ζεστασιά που θα μπορούσα να αποκαλέσω το «σπιτικό» μου. Ένα μέρος γαλήνιο, ένα μέρος πλασμένο για μένα.

Κι είναι κι αυτές οι στιγμές που το μόνο που λαχταρώ είναι να βρεθώ κοντά σου, δίπλα σου, κλεισμένη στα χέρια σου. Όχι για τα βογγητά και τους πνιχτούς ήχους ηδονής, αλλά για τα δάκρυα χαράς, για τα χαμόγελα ελπίδας και για τα ψιθυριστά «σ’αγαπώ» που ξεφεύγουν έπειτα από μια σειρά δυνατών γέλιων που σε αφήνουν ξέπνοο. Να με ντύνεις με την αγάπη σου και να με γδύνεις με τα συναισθήματα σου. Και να μη ντρέπομαι όντας απογυμνωμένη από κάθε είδους προσωπείου αλλά να γεμίζω χαρά όλα μου τα αποθέματα με τη γνώση ότι ανήκουμε ο ένας στον άλλο. Αλλά όχι με την έννοια της ιδιοκτησίας… μα με την έννοια του γεμάτου, του απόλυτου, του ότι καταφέρνεις να συμπληρώνεις κομμάτια μου που πίστευα πως δεν είχα.

Πίστευα πως οι αυτοκαταστροφικές σχέσεις ήταν μαγικές, μα πλέον βλέπω πως δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να δημιουργείς παρέα με έναν άνθρωπο που συμμερίζεται την κάθε σου πλευρά.

Muse