Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Ακολουθώντας τις αμαρτίες μας.

 Απόψε νίκησα κι έχασα. Στο ίδιο μου το παιχνίδι.

Κομμάτι φίλου κολλημένο στο replay και το κεφάλι μου να περιτριγυρίζεται από σκέψεις που μου μαράζωναν τη ψυχή επί χρόνια, σκέψεις που έθαψα κι άλλες που έκαψα και έκρυψα στο κουτί του χρόνου.

Μα απόψε η Πανδώρα ανοίγει τα πόδια της κι όχι απλά το κουτί της. Απόψε κάθε αθωότητα ματαιώνεται στο βωμό του χρόνου και όσο αυτός περνάει, αντί να γιατρεύει πληγές, ανοίγεις κι άλλες. Πιο βαθιές, πιο αιματηρές, πληγές θανάσιμες.

Πλέον δε ξέρω που πατάω και που βρίσκομαι, συνειρμικά καταλήγω να κοιτάω το παράθυρο στο πλάι του γραφείου μου: κενό. Τσιμέντο και κενό. Έπειτα, τίποτα.

Έχασα λοιπόν στο ίδιο μου το παιχνίδι και νίκησα ταυτόχρονα.

Ξεκίνησα να γράφω λέγοντας και πιστεύοντας ακράδαντα πως θέλω άτομα να ταυτίζονται με τα βιώματα μου, με τη φαντασία μου, με τον πόνο και με τη χαρά μου. 
Με τις λέξεις μου. Ήθελα άτομα να νιώθουν όπως κι εγώ, να βρω ένα σύμμαχο μέσω των λέξεων. Άτομα που οι ψυχές τους θα νιώθουν τη δική μου κι ας μη με ξέρουν ούτε στο ελάχιστο, να με μάθουν μέσω των γραπτών μου, να αγαπήσουν αυτά- μα να μισήσουν εμένα. Να τη λοιπόν η νίκη μου.

Voila.

Από την άλλη, ποτέ δεν ήθελα κανείς να νιώσει αυτά που βασανίζουν τον κόσμο μου.
Που καθόλου αγγελικά πλασμένος δε φαντάζει. Βλέπεις και ακούς πως υπάρχουν και άλλοι που νιώθουν την ίδια κόλαση που περνάς εσύ κάθε βράδυ για ανθρώπους που δε βρίσκονται πια στο πλάι τους, για καταστάσεις ερωτικές και μη που τους τριβελίζουν τη ψυχή και κάθε αμαρτία τους αντικατοπτρίζεται στην επιφάνεια του ποτηριού τους που βρωμάει μπύρα, ανθρώπους που νιώθουν, ανθρώπους που ξέρεις ελάχιστα ή που δε ξέρεις καθόλου.

Voila και η ήττα μου. Πράγματα που δεν περνούν ούτε και με ένα μπουκάλι ουίσκι, εύχεσαι να μη τα ζήσει ποτέ κανείς. Να μη τα σκεφτεί ποτέ κανείς.

Να μη δουν ποτέ αυτά που τους βασανίζουν να τους κοιτούν από τον καθρέφτη.

Δε θες να νιώσουν όπως κι εσύ.

Εσύ που ξέρεις πως είναι να αποφεύγεις καθρέφτες γιατί δεν αναγνωρίζεις πλέον τον εαυτό σου στην αντανάκλαση. Που οι δαίμονες σου βρήκαν το δρόμο στα μάτια σου και κλέβουν λίγο- λίγο το φως. Που κατεβάζεις μπουκάλια κάθε νύχτα προσπαθώντας να κλείσεις για λίγο τα πόδια της Πανδώρας πριν χωθείς μέσα σε αυτά και της κάνεις έρωτα.

Για αμαρτίες μιλάμε φίλε, για αμαρτίες… για αμαρτίες που ακολούθησες γιατί είσαι και είμαι επιρρεπής σε λάθη και το έθεσες καλύτερα από το οτιδήποτε. Πράγματα που αρνούμαι να ξανασκεφτώ.

Πράγματα που αυτή τη στιγμή με κάνουν και τρέμω.

Κι εκεί κάπου το χάνεις και το χάνω και κοιμάσαι στο πάτωμα αγκαλιά με το μπουκάλι. Κάπου εκεί θα καταλήξω κι απόψε και θα ξυπνήσω λίγο πριν φύγουν για δουλειά οι δικοί μου.

Γιατί λατρεύω να σκοτώνω μυαλά, μα πλέον τα τείχη μου δεν αντέχουν και πολλά και τα νιώθω να λυγίζουν. Γι αυτό στιγμές σαν και αυτή το δωμάτιο με πνίγει και δε με χωράει ο τόπος. Δε με παίρνει να γαμήσω και τις ψυχές εκείνων που με έφεραν στον κόσμο γι αυτό σου λέω, κλείσε το laptop, παράτα το μπουκάλι και πέσε για ύπνο.

Μα ποτέ δεν κατάφερα να βάλω τον εαυτό μου στη σειρά και ούτε σκοπεύω να το κάνω. Κι ας με βρει το πρώτο φως του ήλιου με μάτια πρησμένα και κόκκινα από την αϋπνία.

Γιατί είναι κι αυτές οι φορές που δε σε παίρνει να κλάψεις. Δε σε παίρνει να ρήξεις ούτε ένα δάκρυ παραπάνω κι απλά παραμένεις ακίνητος κοιτάζοντας το κενό με τρεμάμενα χείλη. Σα να θέλει η ψυχή σου να σου ψιθυρίσει ένα «συγγνώμη» μα αυτό το συγγνώμη το θες από εκείνους που με τις υποσχέσεις τους σε έκαναν δυνατό. Και φεύγοντας, σου πήραν τον κόσμο μέσα από τα χέρια.

Παιδί είσαι ακόμα και παιδί είμαι και καταλαβαίνω. Απόψε χάσαμε κι οι δυο και μαζί μας, άλλοι τόσοι και πολλοί παραπάνω. Μα είπαμε, Follow your Sins και άσε τους άλλους να λένε.

Ψέματα, βλέμματα, οργασμοί και ξύδια. Τα τσιγάρα παρά κει και ο ρομαντισμός στην άκρη για μια νύχτα. Μόνη μου και όλοι τους. Απόψε θα είμαι εγώ για πάρτη μου. Στην άκρη όλοι αυτοί που έφυγαν και θα φύγουν. Απόψε εγώ, για μένα.

Κι έπειτα ξαναβλέπω την Πανδώρα… «Κοίταξε με ρε γαμώτο!» φωνάζω. Κι εκείνη ανοίγει το κουτί της. Μα είναι δικό μου και έχει όλες τις αμαρτίες που ακολούθησα και όλες τις διαδρομές που χάραξα με τα λάθη μου και με τα σωστά μου.

Γάμα τα ξενύχτια ρε, γάμα και τους έρωτας, γάμα και τις καταθλιψάρες που με πιάνουν απροειδοποίητα. Γάμα και τις βρισιές και εμένα που ξεσπάω σε ένα χαρτί αντί να ξεσπάσω εκεί που πρέπει. Μα έτσι είναι αυτά.

Τα λάθη μου δε με έβγαλαν ποτέ σε αδιέξοδο. Κι ας έχασα απόψε.

Και που’σαι ξένε; Σε ευχαριστώ που νιώθεις. Και λυπάμαι που χρειάστηκε να νιώσεις.


Muse