Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Νεραϊδόπαρμα Series Pt 1

Ναι ρε γαμώτο, που είναι το δύσκολο και τι αμφισβητείς; Τρελό σου μοιάζει που ακροβατώ καθημερινά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας; Που η παράνοια μου χτυπάει καθημερινά την πόρτα και το « καλά είμαι» έγινε η καθημερινή μου μάσκα απέναντι στην πραγματικότητα; Με κατηγορείς που κρύβομαι σαν παιδί που το μάλωσαν, που τα «πρέπει» κυριαρχούν στον εγκέφαλό μου και την καρδιά μου την κλείδωσαν σε πύρινο κύκλο, φαύλο κύκλο. Σα χαμστεράκι εγκλωβισμένο σε μια ροδέλα να μάχεται καθημερινά για κάτι καλύτερο, για μια ελευθερία πολυπόθητη μα ψεύτικη σαν το χαμόγελο του κλόουν που φοβόμουν από μικρό κοριτσάκι και παρακαλούσα τη μητέρα μου να μην με αφήσει να παίξω με τα άλλα παιδιά. Λες και από μικρό με απωθούσε κάθε κάλπικο χαμόγελο, κάθε μάσκα που σκίαζε τις πραγματικές εκφράσεις των ανθρώπων. Και για δες με τώρα… για δες με ρε μάνα που κατάντησα. Κι εγώ σα κλόουν ακροβατώ σε σχοινιά, σε ποδήλατα με μια ρόδα και συ μπαμπά που από μικρή με αποκαλούσες φώκια γιατί γελούσα και μου φαινόταν αστείο, τώρα παραμένω η ίδια «φώκια» μόνο που έχω μια μπάλα στη μύτη και προσπαθώ να την ισορροπήσω. Όπως κάνω και με τη ζωή μου.

Κορώνα γράμματα μου έλεγες, όχι εσύ μπαμπά, κορώνα γράμματα κι ας πάνε όλα στράφι. Κι ας χτυπήσω σε τοίχο κι ας τα βλέπω όλα μαύρα κι ας βρεθώ σε αδιέξοδο κι ας σπάω το κεφάλι μου βράδια αξημέρωτα να βρω μια λύση μα ο Θεός να με φτύνει επιδεικτικά και το μυαλό μου να γυρνάει σβούρες σε καταστάσεις τραγικές, θανατηφόρες για τη δική μου ψυχική υγεία.

Χαράματα με εσένα να με κοιτάς και να ψιθυρίζεις πως όλα θα πάνε καλά, να πάψω πια να στριφογυρνάω στη ροδέλα μου και να μην επαναπαύομαι με τίποτα το μέτριο. Μετά τολμάς κι αναρωτιέσαι τι σου βρίσκω. Μα καθώς ανάβω το τσιγάρο μου θυμάμαι πως δεν ξεκίνησα να πληκτρολογώ με παγωμένα δάχτυλα και ένα μυαλό κουρέλι για να σε εκθειάσω και απόψε, μα για να παραπονεθώ. Να παραπονεθώ για πράγματα ανούσια για πολλούς, γραφικά και ρομαντικά σε μέτρο άπιαστο. Σαν κάποιο beat που δεν προφτάνεις να πατήσεις γιατί σου γλιστράει κι η γλώσσα σου τρέχει, άδικα. Τέλος πάντων…

«Πρόσεχε τις μπογιές που βάζεις στο πρόσωπο σου» μου έλεγε η γιαγιά μου. « Θα ξεχάσεις πως είσαι πραγματικά μωρή και θα τρέχεις μετά.» Κι εγώ στριφογύριζα τα μάτια σα να μη ξέρω. Παστώνεσαι λοιπόν με κάθε είδους χρώμα , κοτσάρεις και το χαμόγελο της παλαβομάρας όπως κάθε νύχτα και πορεύεσαι. Τώρα που θα σε βγάλει ο δρόμος κι άμα σε βγάλει, ένας Θεός ξέρει, που λένε κι οι παλιοί.

Ακροβατώντας λοιπόν όπως πάντα σε σχοινί, με προστατευτικό δίχτυ τα χέρια σου, βρίσκομαι κάπου μεταξύ παράνοιας και λογικής και εσύ μου λες πως για να ακουμπήσεις την παράνοια δε χρειάζεται πάντα να χάσεις τη λογική σου. Ποια λογική… Και στην τελική ποιος την έχασε για να τη βρω εγώ; Αστειεύομαι φυσικά. Μα είναι από τις νύχτες που χάνομαι και δεν θέλω κανέναν εδώ- ούτε κι εσένα κι ας σε έχω τόσο ανάγκη. Βλέπεις είναι κάποιας μορφής ναρκωτικό αυτό το συναίσθημα αγανάκτησης που με περιβάλλει ορισμένες φορές και με πνίγει και νιώθω τόσο μικρή και τόσο χαμένη. Μα είναι φορές που το έχω τόσο μα τόσο πολύ ανάγκη, έτσι απλά και μόνο για να χαθώ λιγάκι, να ξεγυμνωθώ μέσα σε δάκρυα, να ρίξω κάθε τοίχο μπροστά από τον καθρέφτη μου έτσι απλά για να θυμηθώ τι κρύβεται από κάτω.

Κι ύστερα πάλι θα είμαι δυνατή στο υπόσχομαι, ύστερα πάλι θα βρω τα λογικά μου , θα σβήσω το τσιγάρο και θα πέσω για ύπνο γιατί είναι αργά και το απεχθάνεσαι να με βλέπεις χλωμή και κουρασμένη. Κι εσύ , κι οι γονείς μου, κι η γιαγιά μου. Μα κι εγώ ναι, κι εγώ το μισώ δε λέω. Μα κάποιες φορές το χρειάζομαι- άλλωστε όπως σου είχα πει, τι χρώμα θα είχε το φως αν δεν είχες δει το σκοτάδι;    Αν δεν είχε ζήσει λιγάκι σε αυτό να δεις τη μαγεία του κι έπειτα να λατρέψεις το φως γιατί θαρρείς πως σε λυτρώνει;

Μα μη ξεχνάς πως τα πιο όμορφα λόγια στα είπα ένα πρωινό, μα και τα πρωινά « άντε στο διάολο κι εσύ» τα μοίρασα απλόχερα όταν έπρεπε. Ή όταν έτσι ένιωσα. Το φως και το σκοτάδι δεν με ορίζουν, μα και κανέναν μας. Είμαστε ότι είμαστε, πίσω από το μακιγιάζ, πίσω από τα χαμόγελα- μέσα μας. Είτε κρύβω ένα μικρό διάστημα μέσα μου είτε μια μαύρη τρύπα που ρουφάει τα πάντα κατά την εμφάνιση της, είμαι εγώ. Κι ας σπάω μερικές φορές…

Το χαίρομαι ξέρεις. Που νιώθω ακόμα. Ίσως γι αυτό να ωθώ τον εαυτό μου στα άκρα ορισμένες φορές – έτσι μωρέ γιατί τα συναισθήματα σου θυμίζουν πως ζεις και πως δεν σάπισες ολοκληρωτικά από τους ρυθμούς της πόλης σου. Γιατί είναι δώρο μαγικό να νιώθεις ότι κι αν έχεις βιώσει, γι αυτό και τα παιδιά στις μέρες μας λένε « με νιώθεις;». Όχι για τη μαγκιά μωρέ, όχι. Απλά γιατί θες κάποιον να σε νιώθει πραγματικά γιατί πολλοί το ξέχασαν κι αυτό, το πέταξαν στα σκουπίδια.

Γι αυτό σου λέω, άσε με για λίγο ακόμα στο νεραϊδόπαρμα μου και έπειτα θα επιστρέψω στην πικρή ζάλη της πραγματικότητας. Μόνο, άσε με λίγο ακόμα.

Αντέχω. 

Muse


Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Το φως στο σκοτάδι

Ξύπνησες σήμερα κι όλα ήταν μαύρα, τίποτα όμορφο δεν κατάφερες να δεις και καμία λαμπερή φιγούρα δεν σχηματίστηκε στον καθρέφτη για σένα. Τίποτα το ωραίο, τίποτα το σωστό. Ξεκίνησες λοιπόν μια ακόμη ημέρα με μοναδικό θεμέλιο τη μαυρίλα, οι επιλογές σου βασίστηκαν στο σκοτάδι και βύθισες ξανά τον εαυτό σου στο δρόμο της μοναξιάς με τον τίτλο του « lone wolf» γιατί έτσι σε βολεύει- κι ας έλεγες σε όλους τριγύρω πως είσαι ευχαριστημένος με αυτό. Βαθειά μέσα σου όμως γνωρίζεις αρκετά καλά, όσο κι αν δεν το παραδέχεσαι ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό, ότι δεν υπάρχει κάτι το καθησυχαστικό όντας βολεμένος σε μία κατάσταση που μόνο παίρνει και ως αντάλλαγμα δίνει μοναχά κενό. Για σένα η αρχή είναι το τέλος και το τέλος η αρχή.


Περνούσαν οι μέρες, περνούσαν και οι νύχτες και φως στον ορίζοντα- μηδέν. Πεπεισμένος πως τα πράγματα θα μείνουν ως έχουν δίχως αλλαγή και κάπως έτσι θα συνεχίσεις να πορεύεσαι και θα αφήσεις τη ζωή να ξεγλιστρήσει από τις άκρες των δαχτύλων σου.

Υπάρχει γαλήνη στο σκοτάδι, ειδικά σε αυτό που ούτε το φεγγάρι δεν το καταδέχεται. Όλα μοιάζουν σωστά, τοποθετημένα στην θέση που τους αρμόζει καταλληλότερα. Πονάς δίχως να ξέρεις την αιτία και σιγά-σιγά ο εγκέφαλος σου συνηθίζει την παραπάνω ψυχοφθόρα ιστορία, επαναπαύεται. Όλα αυτά «χάρη στο σκοτάδι». Σε ένα σκότος που σε αγάπησε γι αυτό που κρύβεις πίσω από τη μάσκα, πίσω από φρούδες ελπίδες και πίσω από κάλπικες υποσχέσεις. Δεν είσαι πλέον παρίας συναισθημάτων και η άπνοια έγινε η αναπνοή σου.


Ξέχασες όμως κάτι καθοριστικό για τη ζωή: το όμορφο και το ωραίο το πλάθεις εσύ. Η δύναμη που έχεις ανάγκη κατοικεί πολύ κοντά σου, το σπιτικό της είναι η ψυχή σου- η ζεστασιά του εσωτερικού σου κόσμου που μοιάζει με την αγκαλιά της μαμάς όταν το μέτωπο σου έκαιγε αλλά το υπόλοιπο σώμα βρισκόταν σε παγωνιά. Ακόμη κι αν πιστεύεις πως η δύναμη αυτή λείπει από τα σωθικά σου, πως την έχασες εδώ και χρόνια ή πως δεν την είχες ποτέ για να την χάσεις υπάρχει και αυτή η δύναμη είναι εσύ.
Σαν όλους αυτούς κι ακόμη περισσοτέρους, σαν κι εσένα ήμουν –ίσως να είμαι ακόμη- κι εγώ. Τίποτα δεν με διαχωρίζει από εσένα, από όλους εκείνους που ζουν εγκλωβισμένοι στις σκέψεις τους. Το φως δεν καθορίζεται από την υλική του υπόσταση, δεν το έχω δει, δεν έχω δει καν την λάμψη του κι όμως η σκέψη ότι στο τέλος του αδιεξόδου μπορεί να το βρω, καθίσταται υπεραρκετή. Όταν το δεις θα το αναγνωρίσεις μονομιάς καθώς η όψη του συμπληρώνει κάθε κενό, κάθε λάθος μοιάζει σωστό. Πίστεψε λοιπόν σε αυτό και βρες το προσωπικό σου φως, βρες το κουράγιο και τη δύναμη να σηκωθείς από το λάκκο στον οποίο έπεσες και έπειτα τον έκανες σπίτι σου, βγες από την λούπα της μιζέριας και βρες το φως στα μάτια των φίλων, των αγαπημένων, της οικογένειας και όλων εκείνων που στέκονται δίπλα σου –ακόμη κι αν τώρα δεν τους βλέπεις είναι σχεδόν σίγουρο πως υπάρχουν άτομα δίπλα σου που θα έδιναν και τη ζωή τους για εσένα χωρίς καν να τους ζητηθεί. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι να μην είναι πολλοί, μπορεί να είναι απλά ένα άτομο αλλά το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να παρατηρήσεις τη λάμψη στα μάτια τους, την ίδια λάμψη που δημιουργείται στις κόρες των ματιών τους όταν κοιτούν τον ήλιο. Άνοιξε λοιπόν τα δικά σου μάτια και πιο συγκεκριμένα, τα μάτια της ψυχής σου και δες πως υπάρχει καλύτερη οδός από αυτή που διάλεξες. Αν το να προσπαθήσεις φαντάζει παντελώς αδύνατο πίστεψε με… Πάντα υπάρχει μια λύση. Και αν αυτή τη στιγμή δεν τη βρίσκεις είναι γιατί κάνεις αυτό που έκανες στο Λύκειο: κοιτάς το πρόβλημα αποσπασματικά, δίχως συγκέντρωση στις λεπτομέρειες που το αποτελούν. Κι όταν βρεις το Χ στην εξίσωση που καλείσαι να επιλύσεις, όλα θα είναι λίγο πιο εύκολα, λίγο πιο φωτεινά γιατί θα έχεις ανιχνεύσει τη μια άκρη του νήματος και δεν θα βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια μάζα κλωστών που το τέλος είναι η αρχή και η αρχή το τέλος, που από όπου κι αν την πιάσεις νόημα δεν θα βγει.  


Δεν χρειάζεται να είσαι στα φώτα για να δεις το φως.


Δεν είναι δύσκολο να ζήσεις ένα όνειρο, το μόνο που χρειάζεται  είναι να κλείσεις τα μάτια και να αφήσεις τη φαντασία σου να βγει από τα βάθη της ψυχής σου και να δημιουργήσει εικόνες ιστορίας που δεν έχει γραφτεί ακόμα σε βιβλία. Της δικής σου προσωπικής ιστορίας- ένα βιβλίο φτιαγμένο από τον πυθμένα του «ποιος» είσαι, φτιαγμένο από σένα για σένα, για να κλείσεις τα μάτια σου ευτυχισμένος και ολοκληρωμένος- μοναχά έτσι θα φύγεις πραγματικά ελεύθερος και θα καταφέρεις να αγγίξεις την παραδεισένια ουτοπία που αρμόζει στον καθένα από εμάς.

Muse

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Μεταμεσονύχτια Φρίκη


Θυμάμαι εκείνη την ημέρα. Ήταν αργά το απόγευμα μια μέρα Αυγουστιάτικη. Ώρα που το φως του ήλιου που σιγά-σιγά τείνει να αποκοιμηθεί και δίνει σε κάθε τι μια λάμψη μαγείας, ένα πορτοκαλοκόκκινο χρώμα, βαθύ ουράνιο τόξο όπως χάνεται πίσω από τα βουνά και αναμιγνύει την θολή του πια όψη με αύτη της νύχτας που παίρνει αργά και σταθερά την θέση του φωτός. Θυμάμαι πως είχα αργήσει και έβγαινα από το σπίτι μου σχεδόν τρέχοντας ενώ περνούσα τα λουριά της τσάντας στους ώμους μου. Οι δικοί μου έλειπαν διακοπές κι έτσι έπρεπε να κλειδώνω την πόρτα όποτε έφευγα, έτσι ακριβώς έκανα κι εκείνη την ημέρα. Δίχως να κοιτάξω το λαμπερό, μαύρο αυτοκίνητο που βρισκόταν παρκαρισμένο ακριβώς απέναντι από το πεζοδρόμιο στο οποίο βρισκόμουν , τοποθέτησα το κλειδί στην τρύπα της κλειδαριάς και στριφογύρισα το χέρι μου μέχρι να ακουστεί το ποθητό «κλικ». Με το κινητό στο ένα χέρι και τα κλειδιά στο άλλο τινάχτηκα στον αέρα σχεδόν για να ξεκινήσω το τρεχαλητό μέχρι τη στάση όπου θα έπαιρνα το λεωφορείο. 

Λευκό φόρεμα μέχρι το γόνατο και πέδιλα δερμάτινα και μαύρα, ασορτί με την τσάντα που κρεμόταν αγέρωχα στην πλάτη μου. Με ένα περιδέραιο ασημένιο γύρω από το λαιμό μου και μια μικροσκοπική, φτερωτή καρδιά να κρέμεται στο κέντρο του λαιμού μου. Θυμάμαι το ζεστό αεράκι εκείνης της ημέρας να τινάζει απαλά κατακόκκινες, στριφογυριστές μπούκλες στο πρόσωπο μου και εγώ να παλεύω πίσω από ένα κόκκινο πέπλο μαλλιών να δω ποιος στην ευχή καθόταν επάνω στο καπό του μαύρου γυαλιστερού αυτοκινήτου. Με τα πόδια ανοιχτά και λυγισμένα ώστε να πατάνε γερά στο πάτωμα, ένα μαύρο, κολλητό τζιν να τα περιτρυγίζει και ένα μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι να βρυχάται ασύστολα πάνω από φουσκωμένους μύες. Ουλές και φρέσκιες πληγές, μελανιές. Θυμάμαι το ρολόι, με το μαύρο δερμάτινο λουρί και τις ασημένιες, στρατιωτικές ταυτότητες κρεμασμένες γύρω από ένα λαιμό. Κι όσο τα μάτια μου ανέβαιναν στο οφθαλμόλουτρο περιτριγυρισμένο από καπνό τσιγάρων Marlboro και μυρωδιά διπλοπαλαιωμένου Jack Daniels, η καρδιά μου αντηχούσε στα τύμπανα των αυτιών μου λες και βρισκόμουν σε συναυλία death metal με κακοφτιαγμένο ήχο. Είδα τα γένια και τα έντονα ζυγωματικά, τα μελαγχολικά καστανοπράσινα μάτια και έπειτα τα ελαφρώς σπαστά καστανά μαλλιά να πέφτουν σε ένα μέτωπο στο οποίο μόλις είχαν αρχίσει να φαίνονται οι πρώτες ρυτίδες των τριάντα. Αυτές οι αχνές που εμφανίζονται στους άνδρες, «ένδειξη ωριμότητας» που λένε κάποιοι. 

Περίμενα σε αυτά τα μάτια να βρω την ελπίδα που είχα χάσει, την στοργή που πάντα έψαχνα και την ζεστασιά του σπιτικού μέσα σε αυτά του χέρια. Κι όσο κι αν έψαξα σε αυτά τα δύο εκφραστικά μάτια δεν βρήκα τίποτε άλλο παρά το απόλυτο κενό. Κανένα ίχνος στοργής, μόνο πόνου και μίσους. Μίσος για κάτι το παράλογο, για κάτι το αδιανόητο, μίσος για κάτι που μόνο αγάπη θα έπρεπε να γεννά. Βρήκα μίσος και ψυχωτική τρέλα για έναν έρωτα που μόνο καταστροφή είχε δημιουργήσει. Θυμάμαι τα χείλη μου να ανοίγουν διάπλατα όσο το χέρι ακολούθησε την ίδια σταθερή πορεία για να φέρει το τσιγάρο κοντά στο στόμα του –ποτέ δεν χαράμιζε ένα τσιγάρο ήταν σαν ένα είδος μυστικιστικής τελετουργίας για εκείνον-, θυμάμαι την απόγνωση που ένιωσα στα σωθικά μου όταν το ίδιο χέρι πέταξε το τσιγάρο και με έναν πόνο πρωτόγνωρο παρακολούθησα όσο το τσιγάρο μετατράπηκε σε όπλο και τα χείλη σχημάτισαν ένα πεθαμένο «σ’αγαπώ». Θυμάμαι την οργή για μία κατάσταση η οποία είχε φτάσει στο απροχώρητο και εσένα να μου λες « Ή εγώ, ή εσύ. Διάλεξε.» Κι εγώ να στέκομαι στο δωμάτιο σου με το ίδιο όπλο στα χέρια ρωτώντας τον εαυτό μου ποιον να διαλέξω. Γιατί ήταν γνωστό μου λάθος ή σωστό : εσύ πάνω από όλα κι όλους. Ακόμη κι από τον ίδιο μου τον εαυτό. Θυμάμαι επίσης το βράδυ που έτρεξα μακριά σου επιλέγοντας να αναπνέουμε και οι δύο τον ίδιο αέρα αλλά κι οι δύο ζωντανοί κάτι που εσύ δεν το άντεχες. « Ή εγώ , ή εσύ μικρή.» Μου είχες πει. « Ή μαζί ή ο ένας νεκρός.» Και προσπάθησα να σώσω και τους δύο μας, από τους εαυτούς μας, από μία σχέση αυτοκαταστροφική, από μία παράνοια που δεν είχε τέλος. Και έπειτα θυμάμαι να στέκομαι στα σκαλιά περιμένοντας το άσπρο φόρεμα να βαφτεί κόκκινο. Την είχα δει την ίδια ιστορία και κάθε φορά είχε και διαφορετικό τέλος. Μόνο που εκείνη τη φορά τη ζούσα.

 Κι έπειτα από το πεθαμένο « σ’αγαπώ» που αιωρήθηκε στον αέρα από τα χείλη σου, τα μάτια μου έκλεισαν και ένα μεθυσμένο μισό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο μου όσο περίμενα να ακουστεί το «μπαμ» του τέλους. Και πριν προλάβω να καταλάβω , σιωπή ακολούθησε. Κι όλα τελείωσαν. Ή εγώ , ή εσύ.

Δεν σκέφτηκες ποτέ όμως ότι χωρίς τον έναν, ο άλλος δεν ζει.


Άρα σε όποιον κι αν στράφηκε η κάνη του όπλου , κι οι δυο νεκροί βρέθηκαν. Ψυχικά ή σωματικά… αυτό δεν παίζει ρόλο. Και οι δύο, ήταν πια νεκροί. 



A muse

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ασυμβίβαστε φίλε.

Ξυπνάς το πρωί και κοιτάζοντας το είδωλο σου στον καθρέφτη συνειδητοποιείς ότι κάτι λείπει. Α…ναι…

Ξέχασες την μάσκα σου. Πως θα ξεκινήσει η ημέρα σου αν δεν φορέσεις την πολύ- αγαπημένη σου μάσκα; Παίρνεις λοιπόν το ψεύτικο σου δέρμα από την καρέκλα και το φοράς σιγά-σιγά προσέχοντας μην σκιστεί κάποιο κομμάτι του. Μην ανοίξει κάποια μικροσκοπική τρύπα στην τέλεια επιφάνεια του και φανεί τι κρύβεται από μέσα. Ο πραγματικός σου εαυτός.

Κι έτσι, ντυμένος και μασκαρεμένος με ένα «εσύ» που δεν είναι εσύ είσαι έτοιμος να ξεκινήσεις την ημέρα σου. Παίρνεις καφέ από το κοντινότερο μικρό καφέ και χαμογελάς ευγενικά, αν και ψεύτικα, στην κυρία που είναι στο ταμείο ευχόμενος να μπορούσες να πάρεις ένα καφέ μια φορά χωρίς να χρειαστεί να απαντήσει σε μισό εκατομμύριο ερωτήματα που αφορούν την προσωπική σου ζωή και τα πολιτικά σου πιστεύω. « Απλά φτιάξε μου τον καφέ μου.» εύχεσαι να μπορούσες να πεις αλλά δεν το κάνεις…ακολουθείς τους σωστούς κανόνες συμπεριφοράς και συμβίωσης σε αυτή την κοινωνία. Για να μπορείς να ζεις «εν αρμονία» όπως λες με τους γύρω σου, αλλιώς όλα θα ήταν χάος.

Προχωρώντας την ημέρα σου ο μπροστινός σου στην ουρά για την δουλειά αρνείται να πατήσει λίγο παραπάνω το γκάζι και έτσι κολλάς στην κίνηση συνειδητοποιώντας πως έχεις ξεχάσεις το κινητό σου στο σπίτι και δεν μπορείς να ειδοποιήσεις το αφεντικό σου ότι ίσως και να αργήσεις. Σφίγγεις όμως τις γροθιές σου στο τιμόνι και σκέφτεσαι πως άλλη μια ημέρα είναι, θα περάσει κι ας ξεκίνησε άσχημα- όπως πάντα άλλωστε.

Φτάνεις στη δουλειά κατά μία ώρα αργοπορημένος… το αφεντικό είναι νευριασμένο, δεν έχεις φάει και εξ αιτίας της καθυστέρησης σου θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσεις τον χρόνο του διαλείμματος σου όχι για να τσιμπήσεις κάτι στα γρήγορα, αλλά για να καλύψεις τα καθήκοντα σου στην εταιρία που μπήκες με μέσον. Και όπως λέει και ο μπαμπάς σου δεν πρέπει να απογοητεύεις τους ανώτερους, τα πάντα για την εξουσία στην τελική.

Και περνάει η ώρα με την κοιλιά σου να γουργουρίζει σε όλη τη διάρκεια του meeting με την υπόλοιπη εταιρία και με τα βλέμματα αποδοκιμασίας γαντζωμένα στην ψυχή σου. Εύχεσαι να σε καταπιεί η γη γιατί το στομάχι σου διαμαρτύρεται περισσότερο από ότι θα έπρεπε.

Το διάλειμμα σου έχει περάσει προ πολλού και είναι η ώρα να σχολάσεις αλλά υπάρχουν άλλα σχέδια για σένα. Τρίωρη υπερωρία επειδή η δεύτερη βάρδια αρρώστησε ξαφνικά των ξαφνικών και πρέπει να καλύψεις και την δική της θέση απλά και μόνο επειδή εσύ βρίσκεσαι ήδη εκεί. Και στην τρίωρη βάρδια δεν υπάρχει διάλειμμα. Ώρα να σχολάσεις νευριασμένε και κουρασμένε άνθρωπε. Άλλη μια μέρα στην οποία δεν είπες κουβέντα και στην οποία απλά γύρισες σπίτι σου, έφαγες κάτι στα γρήγορα και έτρεξες στο κρεβάτι σου δίχως να έχεις κάνει κάτι δημιουργικό.

Όπως κοιτάζεσαι για άλλη μια φορά στον καθρέφτη, το είδωλο σου, σου θυμίζει πως είναι καιρός να απαλλαγείς από το ψεύτικο δέρμα που αποκαλείς το δεύτερο «εγώ» σου. Που δεν έχει καμία σχέση με το ποιος είσαι πραγματικά. Κι όπως λοιπόν ξεντύνεσαι από το ψέμα σου και το ακουμπάς για άλλη μια φορά στην καρέκλα όπου και είναι η θέση του παρατηρείς πως, είσαι γερασμένος- το πραγματικό σου δέρμα έχει φθαρεί περισσότερο από το ψεύτικο πέπλο που φορούσες πριν λίγο. Εσωτερικά δεν είσαι λευκός και ανέγγιχτος όπως είσαι όταν ντύνεσαι με ψέματα. Εσωτερικά είσαι ξεχαρβαλωμένος, με μια καρδιά γεμάτη ουλές, με μια ψυχή ρυτιδωμένη και με μια αυτοεκτίμηση χαραγμένη από μύρια σουγιάδων.

Κι όπως κοιτάς το ποιος είσαι κι απορείς πως γέρασες έτσι, η εικόνα που βλέπεις μπροστά σου αλλάζει και την θέση παίρνει μία άλλη. Βλέπεις τον πραγματικό σου εαυτό να χάνεται και στη θέση του να εμφανίζεται το ψέμα σου. Το κοιτάς κατάματα και προσπαθείς με όλο σου το είναι να θυμηθείς πως έμοιαζες πριν εμφανιστεί αυτό το εσωτερικά νεκρό πλάσμα. Βέβαια, δεν υπάρχει καμία απολύτως ανάμνηση στο άδειο σου κεφάλι του ποιος είσαι κανονικά, του ποιος είσαι πίσω από το ψέμα, πίσω από το πέπλο της κοροϊδίας.   Δεν θυμάσαι.

Κι έτσι, σταματάει να σε νοιάζει που η κυρία με τον καφέ μιλάει ασταμάτητα, που ξεχνάς που βάζεις το κινητό σου, που η γυναίκα/άντρας σου δεν σε φιλάει πλέον όταν φεύγει για τη δουλειά ή που ο κολλητός/κολλητή σου δεν παίρνει πια τηλέφωνο. Δεν σε νοιάζει πια που οι δικοί σου ανησυχούν και στα «χώνουν» όπως λες, για το καλό σου και ούτε που ο/η αγαπημένος/η σου δεν σε κρατάει πλέον από το χέρι όταν είστε μπροστά σε κόσμο. Δεν σε πολύ-ενδιαφέρει που το αφεντικό σου σε εκμεταλλεύεται και σε χρησιμοποιεί χωρίς να του περνάει από το μυαλό ότι έχεις και εσύ προσωπική ζωή. Γιατί στην τελική δεν έχεις.

Γιατί; Συμβιβάστηκες, ασυμβίβαστε φίλε μου.

Κοιμήθηκες όπως έστρωσες και ξύπνησες μέσα σε ένα ψέμα που σε βόλευε γιατί αρνήθηκες να παλέψεις για την δική σου αλήθεια.




A muse

Παντού μιζέρια.

«Όχι ρε το μπουρδέλο, όχι ρε γαμώ την πουτάνα μου- πάει τελείωσε!»
Άκουσα ένα τύπο τις προάλλες, δεν θα ήταν πάνω από τριάντα ετών, να φωνάζει απεγνωσμένα πίσω από το τελευταίο λεωφορείο. Ο οδηγός απλά κοίταξε από τον καθρέφτη, άφησε ένα μικρό γελάκι αποδοκιμασίας να ξεφύγει από τα χείλη του κι έπειτα γύρισε μπροστά και συνέχισε να οδηγάει δίχως να νοιάζεται για τον κύριο που μόλις άφησε μοναχό του στην ερημιά ακριβώς την ώρα που το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα.  

« Φτάνουμε;» Είχε ρωτήσει μια μαυρομάλλα κοπέλα με γαλάζια μάτια στο χρώμα του ανοιξιάτικου ουρανού έναν οδηγό κάποια στιγμή και εκείνος αντί να της πει ότι εδώ κατεβαίνει, την άφησε να συλλογίζεται μοναχή της το που πρέπει να κατεβεί από το όχημα. Κατεβαίνοντας λοιπόν από το λεωφορείο στις δέκα το βράδυ, πέρασε μπροστά από μια εκκλησία αγκαζέ με τη συμφοιτήτρια της προσπαθώντας να βρει το δρόμο. Αμάξια πολλά, σοκάκια, αδέσποτα πλάσματα να περιφέρονται άσκοπα και αβοήθητα στην άσφαλτο και κουφάρια παλαιών φίλων αυτών τον αδέσποτων να κείτονται νεκρά στην άκρη του πεζοδρομίου. Μια εικόνα όχι τόσο τραγική όσο τυχαίνει να την περιγράφω αλλά εξίσου μίζερη με την αμαρτία που  πλανιόταν στον αέρα εκείνης της βραδιάς. Εκείνης της νύχτας που ο οδηγός αποφάσισε να το παίξει βαριεστημένος στο τέλος της βάρδιας και να αφήσει δύο κορίτσια μόνα τους σε δρόμους σκοτεινούς με τη μαγεία και την κακία της νύχτας να τυλίγεται γύρω τους, τόσο σφιχτά σαν βόας.

« Φίλε δεν έχω τόσα λεφτά…σε παρακαλώ κάνε κάτι!»
Είπε ένα εξαρτημένο 17χρονο παλικάρι στο βαποράκι του καθώς το παρακαλούσε για μία δόση. Ίσως και την τελευταία του από τη στιγμή που την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο ο πατέρας του, χτυπούσε τη μάνα του πιτσιρικά μέχρι θανάτου κι έπειτα έβαλε την κάνη της κυνηγητικής του καραμπίνας στο στόμα του και τράβηξε την σκανδάλη τινάζοντας τα μυαλά του στον αέρα, στην κυριολεξία.

« Ρε μαλάκα, τι γράφω- οι τύποι θα με περάσουν για τρελή.»
Ψιθύρισε μια κοπέλα μπροστά από ένα υπολογιστή με τα μάτια της καρφωμένα στην οθόνη και τα δάχτυλα της να χτυπούν εξουθενωμένα τα πλήκτρα. Με ένα συγκεκριμένο κομμάτι κουμπωμένο στο repeat και τα γόνατα της κολλημένα στο στέρνο της, ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει την ζεστασιά του καλοκαιριού, να τη νιώσει στο ίδιο της το σώμα.

Κι αν σου φαίνεται τρελό, σφίγγω τις γροθιές μου σαν τον τύπο που έχασε το λεωφορείο, τρέμω σαν τις κοπέλες που κατέβηκαν σε λάθος στάση σε μία απολύτως άγνωστη περιοχή, σπαρταράω σαν το πρεζόνι που δεν έχει λεφτά να πάρει τη δόση του και πονάω σα τη μάνα που ξέρει ότι φεύγοντας από αυτό τον κόσμο θα αφήσει το παιδί της στα σκατά, τα χάνω σαν τον πατέρα που σκοτώνει κι αυτοκτονεί, πεισμώνω σαν την κοπέλα μπροστά από τον υπολογιστή που μάταια προσπαθεί να αλλάξει κάτι σε αυτό τον κόσμο, μέσω λέξεων.


Κι αν σου φαίνεται περίεργο το πόση μιζέρια κυκλοφορεί στον έξω κόσμο, για κοίτα μέσα στα σπλάχνα σου, πόση κακία βρίσκεις εκεί μέσα;  


A muse

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Θύτης, θύμα- όλα τα ίδια.

Πόσες φορές έδωσες κάτι σε κάποιον άνθρωπο και εκείνος σε έκανε στην άκρη απλά και μόνο επειδή στράγγιξε το «είναι» σου και δεν βρήκε κάτι άλλο να πάρει; Πόσες φορές πούλησες την ψυχή σου στο διάβολο, πόσες φορές κατέβηκες στον Άδη για μία ψυχή που ήταν χαμένη προ πολλού αλλά εσύ αρνήθηκες να πιστέψεις πως κάτι τέτοιο έχει συμβεί;

Γιατί έμαθες να σκάβεις στους βάλτους του μυαλού του κάθε ψυχανώμαλου ψυχο-βιαστή που το μόνο που έχει μάθει σε αυτή τη ζωή είναι να παίρνει και ποτέ να δίνει;
Κάτσε εσύ να αδειάσεις την ομορφιά του εσωτερικού σου κόσμου για να λάβεις την ασχήμια και την βρωμιά που κρύβουν οι γύρω σου μέσα τους. Και ναι ίσως τα λεγόμενα μου τώρα να έρχονται σε πλήρη σύγχυση και αντιπαράθεση με κάποια άλλα μου posts και κάποια διαφορετικά μου «πιστεύω», στα οποία υποστηρίζω ακράδαντα το να ανοίγεσαι και να αγαπάς με όλο σου το είναι όταν το νιώθεις πραγματικά. Και όταν πραγματικά νιώθεις ότι κάποιος άνθρωπος αξίζει να δει το ποιος είσαι.

Με τούτα και με κείνα όμως, φτάνουμε στο σημείο όπου και εγώ η ίδια έρχομαι σε αντιπαράθεση με τα λεγόμενά μου. Γιατί, λοιπόν, να ανοιχτείς σε κάποιον ενώ όλες τις προηγούμενες φορές που το έκανες τα πάντα σου βγήκαν σκάρτα; Γιατί να ρισκάρεις και να αφεθείς στα χέρια κάποιου που ΝΟΜΙΖΕΙΣ πως αξίζει πραγματικά; Κι αν το ένστικτο σου κάνει λάθος; Κι αν αυτά που σου δείχνει είναι ψεύτικα; Κι αν όλα αλλάζουν στο μέλλον όπως γίνεται πάντα;

Και καταλήγω για ακόμη μία φορά στο ίδιο συμπέρασμα: βγάλτε τα προσωπεία και σταματήστε να πληγώνεται τους εαυτούς σας και τους γύρω σας.
Κάποιοι βολεύτηκαν στη θέση του θύματος. Ίσως να μην επέλεξαν αυτή τη θέση αλλά όταν είδαν πως είναι δύσκολο να ξεφύγεις από «μοίρα» σαν κι αυτή, από μία κατάσταση τόσο τραγική, αρνήθηκαν κατηγορηματικά να προσπαθήσουν έστω και λίγο παραπάνω. Αρκέστηκαν στο να περιμένουν τα πάντα να τους έρθουν έτοιμα στο πιάτο. Αλλά όχι φίλε μου, με το να «κλαψομουνιάζεις» συνεχώς και να τραβάς τα μαλλιά σου ισχυριζόμενος πως τίποτα δεν αλλάζει και πως όλα είναι εναντίων σου δεν καταφέρνεις απολύτως τίποτα.

Στην πραγματικότητα το μόνο που καταφέρνεις είναι να σπρώχνεις τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να σε αγαπήσουν πραγματικά, να τους σπρώχνεις τόσο μακριά που μόνο με κιάλια θα μπορέσεις να τους ξαναδείς. Ο μόνος δρόμος που ξέρεις να ακολουθείς ανθρωπάκο είναι αυτός της ανάγκης. Κάνεις πράγματα, δίνεις κομμάτια του είναι μόνο όταν χρειάζεσαι κάτι.

Και όταν βλέπεις πως αυτό το «κάτι» το κερδίζεις και χωρίς να προσπαθήσεις τόσο πολύ τότε αυτά τα άτομα, που τόσο απλόχερα σου προσέφεραν κομμάτια του εαυτού τους, γίνονται αυτόματα υποχείρια του υπερεγώ σου. Πιόνια στην αυτοκαταστροφική σου μανία, στην εξάρτηση που έχεις από τον ίδιο σου τον εαυτό. Κι έτσι, από ένα βολεμένο θύμα- μετατρέπεσαι σε κυνηγό. Σε θύτη. Μετατρέπεις τον εαυτό σου σε εχθρό σου, τον κάνεις ίδιο με αυτόν που σε έβαλε στη θέση του θύματος.

Κι έτσι ο φαύλος κύκλος συνεχίζει, κι αρχίζει και τελειώνει μα ποτέ δεν άρχισε για να τελειώσει…Και ποτέ δεν τελείωσε πραγματικά. Μα αν κάτι δεν τελείωσε, τότε πως ξεκίνησε κάτι άλλο; Κι αν όντως τελειώνει κάπου, τότε που ξεκινάει;

Για να φύγουμε όμως λιγάκι από την θέση του κατά συρροή θύματος και του κατά συρροή θύτη a.k.a κυνηγού, θα ήταν σωστό να τονίσω πως όλοι κάνουμε τις επιλογές μας. Λανθασμένες ή ορθές, είναι οι επιλογές μας. Όπως και να έχει μας ανήκουν, σε εμάς και μόνο- σε κανέναν άλλο.

Κι αν λοιπόν βρήκες τον εαυτό σου στη θέση του θύματος αφήνοντας κάποιον ψυχοσυλλέκτη να σου βιάσει το ποιος/ποια είσαι, κι αν λοιπόν βρέθηκες στη θέση του θύτη γιατί κουράστηκες να σε ποδοπατούν και υιοθέτησες την λογική του « ρόδα είναι και γυρίζει» ή το motto « κι όταν κουράζεσαι να πληγώνεσαι, ξεκινάς να πληγώνεις εσύ» ή όπως τέλος πάντων πηγαίνει αυτή η φράση τότε δεν έχω πολλά πράγματα να σου πω. Απλά έχω βρεθεί στη θέση σου και γνωρίζω τον πόνο του να ξεριζώνεις την σταθερότητα σου για να ψάξεις για κάτι καλύτερο. Για τη δική σου ουτοπία.
Αν πρέπει λοιπόν να υιοθετήσεις κάποια άποψη ή κάποιο motto τότε ας είναι κάτι που ελπίζω να σου φανεί χρήσιμο:


«Τίποτα και κανείς δεν αγγίζει την τελειότητα. Κανείς δεν είναι τέλειος. Αλλά όλοι είμαστε τέλειοι για κάποιον άλλον. Ψάξε και βρες την δική σου τελειότητα στα μάτια κάποιου.»


A muse

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Μία εικόνα, χίλιες λέξεις


Από μικρή ηλικία, άνηκα στην πλειοψηφία των ατόμων που αρνιόντουσαν πεισματικά να αφήσουν τον οποιοδήποτε να αποθανατίσει την εικόνα τους σε οποιουδήποτε είδος φωτογραφία. Εκτός από αυτό απεχθανόμουν ακόμη και τα σκίτσα, τις ζωγραφιές ή οτιδήποτε μπορούσε να κρατήσει τα χαρακτηριστικά και τις εκφράσεις  της στιγμής αναλλοίωτα στο πέρασμα των χρόνων.

Κατά τη γνώμη μου και μόνο, οι άνθρωποι αλλάζουν. Οι στιγμές όμως που έζησες ή που θα ζήσεις , όχι. Δεν αλλάζουν. Παραμένουν ίδιες όσα χρόνια κι αν περάσουν. Τα συναισθήματα που σου δημιουργούν μένουν χαραγμένα στα βάθη της ψυχής σου για να σου θυμίζουν πως τα νιάτα και η ομορφιά δίνουν δύναμη ακόμα και στον πιο ψυχολογικά γερασμένο άνθρωπο. Ή πως το πέρας του χρόνου αφήνει τα σημάδια του στην εξωτερική σου όψη, όσο και στην εσωτερική σου.
Τι πιο όμορφο όμως από το να έχεις την δυνατότητα να κρατήσεις ζωντανή στο νου σου μία εικόνα όχι μόνο στη μνήμη σου, αλλά και σε κάτι χειροπιαστό. Κάτι το οποίο μπορείς ανά πάσα στιγμή να ανοίξεις το συρτάρι του δωματίου σου και να το βρεις εκεί μπροστά σου. Να σε κοιτάζει όπως ακριβώς το κοιτάς εσύ.

Βέβαια σε καμία περίπτωση δεν αναφέρομαι στο να ζεις την ζωή πίσω από μία φωτογραφική μηχανή ή πίσω από μία βιντεοκάμερα. Αναφέρομαι στο να μπορείς να κοιτάξεις αυτή την ανάμνηση και να ξαναζήσεις πράγματα που ίσως και να τα είχες ξεχάσει. Να αναζωπυρωθούν στα απομεινάρια της ψυχής σου, να αναγεννηθούν έπειτα από απλά την παρουσία μίας θολής ανάμνησης του γεγονότος.
Συνειδητοποίησα τα παραπάνω έπειτα από μία επιδρομή σε παλιές φωτογραφίες, σε εκείνες που ήμουν τίποτα άλλο από ένα μικρό πιτσιρικάκι και χαμογελούσα από καρδίας. Το μόνο που έχω να πω είναι ότι, βγάλτε φωτογραφίες. Όσο περισσότερες μπορείτε. Όσο πιο αυθόρμητες γίνεται. Μαζί με συγγενείς κι ας σας σπάνε τα νεύρα όπως λέει η σημερινή νεολαία, παρέα με φίλους, με γνωστούς και άγνωστους όσο τρελό κι αν σας ακούγεται. Ανεβείτε στα βραχάκια της Ακρόπολης παρέα με ένα καφάσι μπύρες πάρτε αγκαλιά την παρέα σας και τον κάθε άγνωστο που βρίσκεται στην διπλανή παρέα, τραγουδήστε όλοι μαζί σαν να μην υπάρχει αύριο και απαθανατίστε κάθε γέλιο. Ένα κλικ της κάμερας ή του κινητού είναι το μόνο πράγμα που χρειάζεται κανείς. Τίποτα παραπάνω. Μία φωτογραφία από σχεδόν κάθε σας στιγμή.

Είναι λεπτομέρειες που ίσως και να τις ξεχάσεις, ή που ίσως να μην τις έχεις παρατηρήσει καν: το πως λαμπυρίζουν τα μάτια του αγαπημένου σου κάτω από το φως των αστεριών σε μία ερημική παραλία έπειτα από ένα βραδινό μπάνιο κι αρκετά ποτά. Το πώς σε αγκαλιάζουν οι φίλοι σου έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα  και τα λοιπά και τα λοιπά.
Η φωτογραφία ίσως να δημιουργήθηκε για διαφορετικό σκοπό από αυτόν που πιστεύω εγώ. Αλλά κατά τη γνώμη μου, δημιουργήθηκε για να παραμένουν ατόφιες οι στιγμές και για να προβάλουν τη μαγεία μιας καθαρά αυθόρμητης στιγμής που γελάς με τη ψυχή σου και ας φαίνονται κόκκινα τα μάτια σου, κι ας χαμογελάς στραβά… κι ας είναι με άτομα που πλέον δεν θέλεις να έχεις καμία σχέση. Κι ας πέρασαν τα χρόνια και έχασες τα νιάτα που είχες κάποτε.  


A muse

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Αποχωρώ

Φιλίες που ακολουθούν καθαρά και μόνο τα συμφέροντα του καθενός.
«Ε φίλε, εσύ δεν έχεις έκπτωση στο ‘τάδε’ μπαρ;»
«Γλυκιά μου πότε θα πάμε για καφέ με το φιλαράκι σου; Ναι ναι, αυτόν τον κούκλο.»
«Φιλαράκι μου καλό, το γκομενάκι που είχες μαζί τις προάλλες, τι λέει; Πότε θα μας την γνωρίσεις;»

Κι άλλα τέτοια πολλά. Παίρνεις το φτυάρι και ξεκινάς να ανοίγεις τρύπες και τάφους για άτομα που περνάς μαζί τους σχεδόν όλη σου την ημέρα. Κι έρχεσαι μετά και μου λες να σε εμπιστευτώ. Μαχαιριές πίσω από την πλάτη… τις έμαθα από μικρό παιδί. Μεγάλωσα με αυτές. Δεν βγάζω τον πισινούλη μου έξω από το όλα τρυπάκι απλά σου λέω: όταν το κάνεις ακόμα και τώρα μην έρθεις μετά να μου πεις ότι κάποιος σου φέρθηκε με τον ίδιο ακριβώς σκάρτο τρόπο και πληγώθηκε ο ταπεινός εγωισμός σου. Έτσι απλά για να εξηγούμε πως είναι τα πράγματα στην σημερινή κοινωνία. Και αν αυτή τη στιγμή ξοδεύω το χρόνο μου μπροστά από ένα υπολογιστή παρέα με ένα θεόπικρο καφέ και ένα τσιγάρο, είναι γιατί κουράστηκα να κρύβομαι πίσω από το μικρό μου δάχτυλο και να προσποιούμαι πως δεν με ενοχλούν οι μάπες σας όταν σας βλέπω να τρέχετε πίσω από συμφέροντα. 2015 φτάσαμε μάγκες, μεγαλώσατε πια. Κι αν μεγαλώσατε μόνο σωματικά και η ψυχή σας παραμένει παιδική όπως κάνετε κέφι να λέτε, τότε κάτι τέτοιο να το κρατάτε σε όλους τους τομείς – όχι μοναχά στην χαζομάρα που σας χτυπάει στο κεφάλι.
Αν με ρωτήσεις που πήγε η ωριμότητα μου και ο σωστός μου λόγος, θα σου πω ότι ακούω πολλά diss τώρα τελευταία και δεν άντεξα να μην κάνω κι εγώ ένα, στον δικό μου τομέα. Ίσως και να σου πω ότι πολύ απλά κουράστηκα να βλέπω πόση ψευτιά κρύβεται πίσω από τα πλατιά χαμόγελα σας.
Κι αν μου πεις ότι είμαι τα ίδια κόπρανα με αυτούς που αυτή τη στιγμή κατηγορώ, θα σου πω ότι ναι έχω βρεθεί στη θέση τους. Όταν ήμουν ένα άμυαλο δεκαπεντάχρονο στην Τρίτη γυμνασίου που το μόνο που με προβλημάτιζε ήταν ποιο λεωφορείο θα με πάει πιο κοντά στον κινηματογράφο. Μεγαλώστε ρε… καιρός είναι.

Αποχωρώ λοιπόν από τέτοιου είδους φιλίες και σας το υπόσχομαι, την επόμενη φορά το κράξιμο θα είναι από κοντά.

Και περνώντας στο επόμενο επίπεδο ας μιλήσουμε για κάλπικες σχέσεις και πλαστικά συναισθήματα όπως μου αρέσει να τα αποκαλώ.
Για εξήγησε μου ρε κοπελιά, για ποιο λόγο μπλέκεις με άτομα μόνο και μόνο επειδή φοβάσαι να μείνεις μόνη σου; Και θα μου πεις: « Δεν το κάνω για να μην είμαι μόνη μου…» Μα φυσικά και δεν το κάνεις για να μην μείνεις μόνη σου. Φυσικά, ναι…σωστά! Για ξανασκέψου το λίγο.
Τι είχες πει στο παρελθόν; « Πληγώνομαι όταν βλέπω όλους τους άλλους να έχουν κάποιον να τους αγαπά, κάποιον να τους σέβεται.»
Δεν αντιλέγω. Όλοι μας έχουμε ανάγκη κάποιον να μας φροντίζει και να μας νοιάζεται. Ναι μωρή τελειωμένη κοκότα! Όπως έχεις κι εσύ ανάγκη κάποιον να σε αγαπάει και να σε φροντίζει έτσι έχει και το παλικάρι που δουλεύεις ψιλό γαζί. Για ποιο λόγο κάνεις την αποτυχημένη θεατρίνα και του πουλάς τόσο ακριβά την λασπωμένη σου ψυχή; Κι αν σε αποκαλώ βρωμιάρα είναι γιατί πριν πεις «σ’αγαπώ» σε κάποιον σκέψου πόσες φορές το είπες και σε ένα μήνα σου έφυγε.
Μην κάνεις αυτά που δεν θα ήθελες να σου κάνουν. Γιατί μετά θα σου γυρίσει μπούμερανγκ και θα ρωτάς το σύμπαν γιατί επέλεξε εσένα να βιάσει από πρωκτό.

Κι εσύ φίλε, γιατί πουλάς ψεύτικα συναισθήματα σε κοριτσάκια απλά και μόνο για να μην μείνει το κρεβάτι σου άδειο; Έλα να σου δώσω ένα εικοσάρικο να πας σε κάποιο οίκο ανοχής να κάνεις την δουλειά σου χωρίς να χρειαστεί να πηδήξεις και την ψυχή κάποιας κοπέλα που ίσως και να μην το άξιζε. Και στην τελική όλοι κάνουμε λανθασμένες επιλογές αλλά την επόμενη φορά που κάποια θα δει τι κουβαλάς μέσα σου και θα σου πει το «αντίο» , μην σκεφτείς να γυρίσεις να αποκαλέσεις όλες τις γυναίκες πουτάνες και σκρόφες. Μην ξεχνάς ότι και εσύ από γυναίκα προήλθες. Τίμα τα παντελόνια που φοράς και ας χρειαστεί να μείνεις στην χειροκίνητη για αιώνες.

Όσο για σένα, φίλη που κράζεις την κολλητή σου μπροστά της και από πίσω της την εκθειάζεις σαν να μην έχει απολύτως κανένα ελάττωμα, όσο για σένα φίλε άντρα που προτίμησες να κλειστείς στον εαυτό σου για χρόνια παρά να κοροϊδέψεις κάποια ανυποψίαστη κοπέλα, για σένα καλή μου κοπελιά που πέρασες ώρες ολόκληρες κλεισμένη στο ντουμάνι του μυαλού σου μέχρι να βρεις εκείνο που αναζητούσες, ό,τι κι αν ήταν αυτό- δεν γνωρίζω τι να πω. Όλοι εσείς που μεγαλώσατε με αξίες και τις σέβεστε συγχαρητήρια.
Κι όλοι εσείς που ναι μεν μεγαλώσατε με αξίες αλλά κάπου στην πορεία χάσατε το δρόμο σας, ελπίζω αυτό το άρθρο να είναι μια μικρή επαγρύπνηση στις πληγωμένες σας καρδιές.

Αποχωρώ.  


A muse


Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Κόκκινο σε φόντο μαύρο

Κόκκινο…  Κυριαρχεί το πάθος του χρώματος στις φλέβες μου, κυλάει σαν χείμαρρος και γεμίζει την ψυχή μου με λέξεις και η έμπνευση που μου προσφέρει η δική μου, προσωπική  μούσα- καταφέρνει να σχηματίσει προτάσεις, φράσεις γεμάτες συναισθήματα, γεμάτες διακαή πόθο. Η μαγεία ρέει από τα σωθικά μου κι ακόμα κι όταν η φωνή μου δεν ακούγεται, η ηχώ που κάνουν οι σκαλισμένες λέξεις σε κομμάτια από χαρτί είναι δυνατότερη από κάθε απεγνωσμένο ουρλιαχτό. Άκουσε με λοιπόν…

Άκουσε μια υποτιθέμενη μούσα που τείνει να χάνει το δρόμο της καθημερινά. Που αρνείται να βρει μόνιμη κατοικία, που απέχει από κάθε τι αναλώσιμο και κάλπικο. Η αλήθεια πονάει και η μούσα είναι βιτσιόζα.  Για να λέμε και του στραβού το δίκιο.

Μα εσύ δεν ακούς παλιέ μου φίλε. Κι εμένα το σάλιο μου στέρεψε με το να σου επαναλαμβάνω τι κρύβω μέσα στη ψυχή. Σε σήκωσα στους ώμους παίρνοντας το ρίσκο, σε βοήθησα να κοιτάξεις πέρα από τα όρια του μυαλού μου, να δεις ακριβώς τι εμπεριέχει η διεστραμμένη μου σκέψη κι εσύ…εσύ το μόνο που κατάφερες να παρατηρήσεις, ήταν οι όμορφες λευκές και παρθένες τριανταφυλλιές που είχα φυτέψει κάποιο καιρό, για να ομορφύνω τις λάσπες που κυριαρχούν στον πυθμένα.

Επέλεξες να αποστρέψεις το βλέμμα από το τι άνθρωπος είμαι πραγματικά κι έμεινες μόνος μαζί με το καφεκόκκινο υγρό ενός μπουκαλιού να κυλάει άφθονο στα τοιχώματα του στομαχιού σου. Μου είπες πως αυτό σε σώζει από την παράνοια. Μα…κι αυτό παράνοια είναι. Και στην τελική κι εγώ ένας παράφρον είμαι. Κι ας καλύπτουν λευκά πέταλα τη μαυρίλα που κυριαρχεί στο νου μου.

Ήσουν εκεί όταν τα δάχτυλα μου χτύπησαν για πρώτη φορά τα πλήκτρα του παλιού μου υπολογιστή δημιουργώντας κείμενα με ύφος παιδιάστικο λόγω του νεαρού της ηλικίας. Ήσουν εκεί και το γνωρίζω, κι ας μην σε έβλεπα. Κι ας μην υπάρχεις…
Ίσως και να ήσουν η φωνή στο μυαλό μου που μου ψιθύριζε συνεχώς πως η έμπνευση που χρειάζομαι, είναι μέσα μου. Πως είμαι η μούσα του εαυτού μου. Ίσως και να ήσουν η τρέλα που με επισκέφτηκε κάποια στιγμή και με οδήγησε σε λούπα.
Ήσουν εκεί όταν το μυαλό μου βυθίστηκε στο σκοτάδι και δεν είχα κανένα να ανοίξει κάποιο παράθυρο. Αλλά όπως άκουσα πρόσφατα: « Οι όμορφες ημέρες δεν έχουν τον ήλιο ανάγκη.»
Κι έμαθα να κλείνομαι σε διαδικτυακούς κόσμους ψάχνοντας λύσεις στην ξαφνική έλλειψη έμπνευσης. Στην ξαφνική αδυναμία δημιουργίας. Άδειασα εσωτερικά και δεν γνώριζα τους λόγους. Εκεί που το κόκκινο χρώμα γέμιζε το «είναι» μου, ξάφνου άρχισε να ξεθωριάζει αφήνοντας στο πέρασμα του το απόλυτο κενό. Η θύμηση της ύπαρξης του εμφανίστηκε στη θέση που κάποτε κατείχε η ένταση της ομορφιάς του.  Αναλώθηκα, πνίγηκα, πέθανα. Μέχρι να ξαναβρώ το δρόμο μου, μέχρι η φωνούλα στο μυαλό μου να ξυπνήσει και να αποφασίσει να μου ξαναμιλήσει, ο εσωτερικός μου κόσμος είχε εξαϋλωθεί. Μέσα μου, ήταν όλα κενά. Μουδιασμένα.
Λυκοφιλίες και έρωτες βασισμένοι στην μοναξιά, άρμεξαν μέχρι και την τελευταία σταγόνα.

Πως μετά να αποτυπώσεις τα αισθήματα σου στο χαρτί, όταν πλέον δεν έχεις τίποτα να δώσεις;

Ο λαβύρινθος μέσα στον οποίο χάθηκε ο νους, ήταν μοναχά ένα μαύρο τοπίο με αιματηρές γραμμές. Κι όταν οι λέξεις βρήκαν το δρόμο τους στα δάχτυλα μου κι από εκεί, κατέληξαν σε ένα νεκρό πληκτρολόγιο που από το πουθενά πήρε φωτιά, απέκτησα και πάλι υπόσταση ως οντότητα. Βρέθηκα εδώ, να μιλάω για το πώς είναι όταν αδυνατείς να γράψεις το παραμικρό.




A muse

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Φοίνικας.

«Εγώ ζω τη στιγμή, μεθάω, πίνω και χορεύω σαν να μην υπάρχει αύριο. Περνάω καλά. Άλλωστε, μία φορά είσαι νέος.»
Ναι φίλε μου δεν διαφωνώ, μία φορά είσαι νέος. Αλλά για πες μου μικρέ μου ανώριμε άνθρωπε: αυτές είναι οι χαρές τις νιότης για σένα; Φαίνεται πως έχουμε διαφορετική άποψη.
Αγάπησες ποτέ με την ψυχή σου; Με όλο σου το είναι; Απέκτησαν ποτέ ΟΛΑ τα ερωτικά κομμάτια νόημα για σένα χάρη σε κάποιον; Βυθίστηκες ποτέ στα μάτια κάποιου από την πρώτη στιγμή που το βλέμμα σου κλειδώθηκε στο δικό του; «Έλιωσες» ποτέ με ένα φευγαλέο, αποχαιρετιστήριο άγγιγμα; Γέλασες ποτέ με κάποιο ανιαρό αστείο απλά και μόνο επειδή το είπε ο αγαπημένος σου;
Μην μπερδεύεστε όμως… Τα παραπάνω δεν είναι παρά μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του συναισθήματος που αποκαλούμε «έρωτα».
Η «αγάπη» είναι παρόμοιο συναίσθημα μα συνάμα τόσο διαφορετικό. Τόσο πιο έντονο… Ντύνει όλη την γύμνια της ψυχής και δημιουργείται μοναχά όταν η καρδιά γδύνεται κι αφήνεται.
Ωστόσο όση ώρα κι αν αφιερώσω στην έννοια της αγάπης, τίποτα δεν θα είναι αρκετό για να περιγράψει στο έπακρον την μαγεία της. Την δύναμη της. Την δυσκολία της…
Ίσως γίνομαι γλυκανάλατη με τον καιρό αλλά είναι πράγματα που αξίζει να ειπωθούν. Και άλλα που λάμπουν περισσότερο όταν το μυαλό σου βρίσκεται στο σκοτάδι κι απλά βλέπεις το φως τους από απόσταση. Γιατί όταν μια κατάσταση παίρνει τον χρόνο της για να ωριμάσει και έπειτα σκάει εκεί που δεν το περιμένεις… εκεί που έχεις ξεχαστεί, εκεί που είσαι σίγουρος ότι δεν θα ακούσεις αυτό που κάποια στιγμή ήλπιζες, ο κρότος που κάνουν οι λέξεις μέσα στο μυαλό είναι εκατομμύρια φορές πιο ηχηρός από ότι θα ήταν.

Η δική μου συμβουλή σε όλους εκεί έξω;
Ξεγυμνωθείτε ολοκληρωτικά. Κατεβάστε ότι τοίχο χτίσατε γύρω από τον εαυτό σας λόγω των περασμένων ουλών. Ξεγυμνωθείτε. Και δεν εννοώ σωματικά. Μα μόνο μόλις νιώσετε βαθειά μέσα σας πως αξίζει πραγματικά. Μην αναλώνεστε σε «βρώμικα» κρεβάτια και σε πλαστικά συναισθήματα. Μην αφήνετε ανθρώπους να φεύγουν, ανθρώπους που χρειάζεστε. Όλοι χρειαζόμαστε κάποιον. Άλλοι δημιουργούν αυτόν τον «κάποιον» είτε σε ένα κομμάτι χαρτί, είτε μέσα στο μυαλό τους και οι πιο τυχεροί τον βρίσκουν στην πραγματικότητα.
Όμως όποια κι αν είναι η τύχη σας, μόλις βρείτε αυτόν τον άνθρωπο μην τον σπρώξετε έξω από τη ζωή σας. Άτομα που προσφέρουν καταφύγιο από την παγωνιά που κυκλοφορεί εκεί έξω και φωλιάζει στις ανθρώπινες καρδιές, είναι άτομα αληθινά.
Πρόσεξε όμως… Θα σε πονέσουν. Πολύ. Γιατί; Γιατί η αγάπη πονάει. Κανείς δεν βγαίνει από το δρόμο της άσπιλος.  Όλα γίνονται για κάποιο λόγο…κι αν τώρα δεν βλέπουμε το γιατί – θα το δούμε στο μέλλον.

«Η μοναξιά είναι ανεξαρτησία. Ή τουλάχιστον αυτό έλεγα στον εαυτό μου κάθε φορά που την κοιτούσα στα μάτια. Έπεισα τον εαυτό μου να μην νιώθει. Το μούδιασμα της ίδιας μου της ψυχής έγινε ο καλύτερος μου φίλος. Κι όταν την πρωτοαντίκρισα γνώριζα πως τα μάτια της θα ήταν είτε η αναγέννηση μου, είτε ο θάνατος μου. Μα ποτέ δεν σκέφτηκα, πως και η αναγέννηση- χρειάζεται το θάνατο. Άρα, τι μου έκαναν τα μάτια της; Καλό η κακό; Το μόνο σίγουρο είναι πως ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που τα χείλη της ακουμπούσαν τα δικά μου κάτω από τα σκεπάσματα. Την ώρα που όλοι κοιμόντουσαν, το «είναι» μου ξυπνούσε από ύπνο βαθύ. Κι όλα αυτά χάρη σε λέξεις που πρώτα χάραξε στη ψυχή μου, κι έπειτα ψιθύρισε στο αυτί μου.»



A muse

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Φόβος

Ένας φτωχός άνθρωπος, κάποιος που δεν έχει απολύτως τίποτα δεν φοβάται να χάσει και τα λιγοστά που κατέχει στην ιδιοκτησία του. «Τι είχαμε, τι χάσαμε». Ζει την ζωή του βασιζόμενος σε αυτό το μοτίβο. Όταν θέλεις τα πολλά, χάνεις και τα λίγα οπότε σεβάσου αυτά που ήδη έχεις και στάματα να γυρεύεις τα περισσότερα.

 Ένας πλούσιος εν αντίθεση, αποκτά νέα πράγματα συνεχώς. Κάθε στιγμή της ζωής του παλεύει για κάτι καινούριο. Για κάτι νέο. Για κάτι παραπάνω. Παλεύει… Σχήμα λόγου.
Περνώντας σε συναισθηματικό επίπεδο, τα πράγματα δεν αλλάζουν και τόσο πολύ. Ας το πάρουμε στο σημείο της εφηβείας. Φανταστείτε ένα αγόρι η ένα κορίτσι με πολλούς ερωτικούς συντρόφους. Όταν κάποιος από αυτούς αποφασίσει να τους αφήσει, δεν αλλάζουν και πολλά στη ζωή  τους.

«Ένας λιγότερος σιγά.»

 Για σκεφτείτε όμως τι γίνεται όταν το « ένα ίσον κανένα» περάσει σε φυσιολογικό επίπεδο. Με το που σου χτυπήσει ο έρωτας την πόρτα και το φτερωτό αγγελάκι σε χτυπήσει κατά-κέφαλα με τα βέλη του, αδυνατείς να καταλάβεις τι σου συμβαίνει. Ξάφνου τα πάντα περιφέρονται γύρω από τον/την αγαπημένο/η σου. Φοβάσαι να τον χάσεις. Φοβάσαι να μένεις μακριά του. Φοβάσαι για την υγεία του – ψυχολογική και σωματική.

“ How dangerous, she thought, to finally have something worth losing.”
Όταν λοιπόν βρίσκεις κάτι το οποίο αν το χάσεις, θα σου στοιχήσει, οι φόβοι σου περνούν σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο. Η παράνοια σου κτυπάει κόκκινο και κάθε στιγμή της ημέρας τα κύτταρα σου βρίσκονται σε εγρήγορση. Μήπως και κάτι συμβεί. Μήπως και κάτι γίνει.
Πόσο μα πόσο επικίνδυνο…

Και όντως, πόσο επικίνδυνο το να έχεις κάτι το οποίο αν το χάσεις, να σου στοιχήσει. Κάποιες φορές, να σου στοιχίζει ένα κομμάτι της ψυχής σου. Του εαυτού σου. Να σε αφήνει μισό η ακόμα και άδειο.



A muse

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Μόνος από επιλογή

Υπάρχουν στιγμές που ο καθένας θα ήθελε να καθίσει μόνος του, σε ένα τραπεζάκι στην γωνιά μια καφετέριας παρέα μόνο με τον καφέ του και τον υπολογιστή του και απλά να περάσει το χρόνο του στην μοναξιά του, δίχως κανέναν παρά μόνο την εξάρτηση της καφεΐνης και του διαδικτύου. Υπάρχουν άτομα που κάτι τέτοιο, το κάνουν μονάχα από επιλογή, υπάρχουν όμως και άτομα που την συγκεκριμένη ενέργεια την κάνουν δίχως να μπορούν να πράξουν διαφορετικά.

Είναι απλά και μόνο μία συνήθεια που υπάρχει στην ζωή τους από τότε που ήταν σε μικρή ηλικία χωρίς να έχουν με κάτι άλλο να γεμίσουν τη ζωή τους. Το χρόνο τους.

 Δεν είναι κάτι το οποίο το κάνουν επειδή τους αρέσει, είναι απλά και μόνο κάτι που το κάνουν επειδή δεν γίνεται διαφορετικά, είναι υποχρεωμένοι από τον ίδιο τους τον εαυτό.

 Ορισμένοι, είναι ευτυχισμένοι στην  μοναξιά τους, την επιλέγουν, την θέλουν, την αποζητούν.

Είναι και άλλοι που η μοναξιά είναι η μοναδική τους φίλη, η μοναδική τους γνωστή, ο μόνος του συγγενής, ο μόνος αγαπημένος. Μπορεί να μην τους αρέσει, μπορεί να μην τους εξιτάρει η ησυχία και η ολοκληρωτική απραξία. Αλλά δεν έχουν άλλη επιλογή.

Σε τέτοιες περιπτώσεις η παράνοια, η πλήξη και η μελαγχολία είναι αδιέξοδες πορείες δίχως δρόμο γυρισμού. Είναι σαν να έχεις μπει σε ένα μονοπάτι που μόνο μπροστά μπορεί να τραβήξει- δεν υπάρχει δρόμος διαφυγής αφού το « πήγαινε» είναι εύκολο. Το «έλα» ή η «επιστροφή» δεν υπάρχουν στο δικό τους σύμπαν.

Είναι ακριβώς σαν τους ανθρώπους που έχουν απλά το άσπρο η το μαύρο στη ζωή τους, δεν γνωρίζουν το γκρι. Ο καφές τους θα είναι η γλυκός η σκέτος.  Μέτριος ποτέ. Αγαπούν βαθειά, αγαπούν με όλο τους το είναι. Μισούν το ίδιο δυνατά, απεχθάνονται μέχρι το μεδούλι του κόκκαλου τους. Θα είναι η οι καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου, η οι χειρότεροι. Δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο στις επιλογές τους. Τίποτα το μέτριο, επαναλαμβάνομαι αλλά είναι σημαντικό. Είναι σαν και εμένα. Δεν ντρέπονται να μείνουν μοναχοί τους ανάμεσα σε τόσες παρέες, δεν φοβούνται τη μοναξιά.

 Ίσα ίσα, ορισμένες φορές την χρειάζονται περισσότερο από ότι χρειάζονται τον θόρυβο, την φασαρία, τον όχλο και τους φίλους η την οικογένεια.
Σέβονται περισσότερο εκείνους που κοιτούν το κενό με βλέμμα απλανές παρά εκείνους που για όλα έχουν κάτι να πουν. Οι περισσότεροι από αυτούς, θεωρούνται τρελοί. Η πλειοψηφία αυτών είναι άτομα που καταλήγουν είτε σε κλινικές, είτε σε φυλακές.

Είναι των άκρων, ποτέ των μέσων.

Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που εύκολα μπερδεύουν τη δύναμη του έρωτα με τη σύγχυση της παράνοιας. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ζουν μια ζωή ολοκληρωμένη και ποτέ δεν μετανιώνουν για τις επιλογές τους. Είναι άνθρωποι τρελοί με βλέμμα χαμένο, είναι άνθρωποι με πολλές επιλογές και συγκεκριμένες πεποιθήσεις. Αλλά λόγο αυτών τον προαναφερθέντων συγκεκριμένων πεποιθήσεων, οι επιλογές που κάνουν σπάνια θα τους βγουν σε καλό. Ακολουθούν μια πορεία που έχει εντάσεις, που περιέχει άτομα του ίδιου είδους που μόνο «κακό» τους κάνουν. Βέβαια, αδυνατώ να καταλάβω πως γίνεται τέτοια άτομα να προξενούν κακό στον οποιονδήποτε. Ειδικά από τη στιγμή που η ίντριγκα που δημιουργούν σε πολλούς ανοίγουν ορίζοντες που μόνο στα πιο τρελά τους όνειρα έχουν καταφέρει να ανακαλύψουν.

Είναι άνθρωποι που δεν αντέχεις να έχεις δίπλα σου αλλά μόλις δεθείς με έναν από αυτούς, σου φαίνεται σχεδόν αδιανόητο να υπάρξεις μακριά τους σε οποιαδήποτε μορφή.
Είναι άτομα, που αγαπούν βαθειά, μισούν όμως βαθύτερα.
Αλλά για να μην ξεφεύγουμε κατά πολύ από το κυρίως θέμα, θα ήθελα σε αυτό το σημείο να τονίσω πως η μοναξιά πολλές φορές σου ανοίγει το μυαλό, ενώ άλλες στο κλείνει αεροστεγώς. Υπάρχουν μέρες και νύχτες που το μόνο που έχεις ανάγκη είναι να μείνεις μόνος. Δεν χρειάζεσαι κάτι άλλο. Μόνο που, σκέφτηκες ποτέ πως ίσως αυτά τα βράδια που το μόνο που χρειάζεσαι είναι η μοναξιά σου, στην πραγματικότητα να χρειάζεσαι πολλά περισσότερα;

Κανείς δεν αξίζει να μένει μόνος. Είτε από επιλογή, είτε από ανάγκη. Η μοναξιά είναι από τα συναισθήματα που λες «Ούτε στον εχθρό μου». Για μένα τουλάχιστον.
Αλλά υπάρχουν κι εκείνες οι απαίσιες στιγμές, που καλύτερα να μένεις μόνος παρά να τραβάς στην κόλαση σου και τους γύρω σου. Υπάρχουν πολλοί δαίμονες στο μυαλό ενός ανθρώπου και το χειρότερο είναι όταν καταφέρνει να τους ανακαλύψει. Δύσκολα δαμάζονται, πολύ πιο δύσκολα συμφιλιώνεσαι μαζί τους. Κι όταν το καταφέρεις, αλλάζεις.



A muse

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Κολοσσιαία αν και...ασήμαντα

Αναφέρομαι σε ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο, σε ένα φευγαλέο χαμόγελο πριν τη λήξη της ημέρας, σε ένα τελευταίο τσιγάρο πριν την Ανατολή του ηλίου, σε μια εξάδα μπύρες σε μια ξεχασμένη παραλία.
 Είναι πράγματα που σε ξεγυμνώνουν από κάθε μορφή προσωπείου που μπορείς να έχεις αναγκαστεί να φοράς κατά τη διάρκεια μιας ρουτινιασμένης ζωής, μιας ρυτιδιασμένης θολούρας του εαυτού σου στην επιφάνεια ενός ολοκαίνουριου καθρέφτη.

Είναι πράγματα και άνθρωποι που σε αφήνουν γυμνό και ευάλωτο σε  συναισθήματα που χρόνια πάλευες να ακυρώσεις. Μοιάζει σαν να ανεβάζουν με μεγάλη ευκολία ένα διακόπτη –που εσύ κατέβασες με κόστος την ίδια σου την ψυχή- και όλα αυτά που κατάφερες να αποκλείσεις, ορμούν στο είναι σου σαν πεινασμένα αρπακτικά και σε κατατρώνε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Σε διαλύουν –κι εσένα και ότι άμυνα είχες καταφέρει να χτίσεις- σε αφήνουν ένα ζωντανό όν που πλέον ζει. Και δεν επιβιώνει απλά. Αυτό είναι μεγάλη αλλαγή για κάποιον που είχε συνηθίσει να κρύβεται πίσω από πλαστικές παιδικές μάσκες και να αφήνει τις μέρες να τον προσπερνούν διότι, από εκεί που ζούσε στις σκιές ξαφνικά βρίσκεται στο επίκεντρο του κόσμου, ίσως όχι γενικά και αόριστα. Ίσως συγκεκριμένα και ίσως, στο επίκεντρο του κόσμου κάποιου άλλου ατόμου.

Κι όπως πάντα λέω, η ζωή είναι μία παράσταση χωρίς πρόβες. Σε ανεβάζουν εκεί πάνω στη σκηνή και σε αφήνουν να αυτοσχεδιάσεις. Χωρίς σενάριο. Δίχως κάποιου είδους καθορισμένη ροή. Εσύ επιλέγεις αν θα είσαι πρωταγωνιστής ή κομπάρσος. Εσύ. Κανείς άλλος. Απλά δίνεις τον καλύτερο σου εαυτό στο μέγιστο των δυνατοτήτων σου και ελπίζεις να έχεις καταφέρει κάτι σε αυτή σου την παράσταση. 
Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως η ζωή είναι μία υποκρισία, μιας και αναφέρθηκα σε «παράσταση».

Κι είναι εκείνοι οι άνθρωποι, εκείνες οι στιγμές, εκείνες οι πράξεις κι εκείνες οι καταστάσεις που σου θυμίζουν το λόγο για τον οποίο λάτρευες να στροβιλίζεσαι στη βροχή όταν όλοι οι άλλοι κρατούσαν ομπρέλες…


A muse

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Για μενα, για σενα, για ολους

Απευθύνομαι σε σένα: που έχεις μάθει να αγναντεύεις τον κόσμο με βλέμμα χαμένο, μιλώ για σένα: που μονάχος σου κάθεσαι σε ένα παγκάκι με το τσιγάρο στερνό σου φίλο, γράφω για σένα: που μοναχή σου χουχουλιάζεις κάτω από τα σεντόνια με το σπίτι αδειανό, μιλώ για σένα: που δακρύζεις χωρίς να γνωρίζεις τον λόγο. Αναφέρομαι σε όλους εμάς, που μπορούν να κοιτούν τον τοίχο και να ατενίζουν μέσα από αυτόν, πελάγη που κανένα καράβι δε διέσχισε. Όλοι εσείς και όλοι εμείς που πνίγονται μέσα σε μια σταγόνα νερό, που χάνονται μέσα σε σοκάκια σκοτεινά από επιλογή, που όταν πίνουν ξεχνούν να σταματήσουν, που όταν ερωτεύονται το κάνουν σαν να μην υπάρχει περίπτωση να πληγωθούν, ή και να πληγώσουν.

Αναφέρομαι λοιπόν, σε όλους εκείνους που δεν έχουν στην ζωή τους γκρι, όλα θα είναι είτε μαύρο, είτε άσπρο. Τίποτα μέτριο, τίποτα το ενδιάμεσο. Σε εσάς λοιπόν που δίνετε την ψυχή σας σε κάθε τι που κάνετε, μόνο μπράβο μπορώ να σας πω. Θαυμάζω το πώς χάνονται μερικοί άνθρωποι, το πώς λαμπυρίζουν τα μάτια τους όταν κοιτούν τον αγαπημένο τους, το πώς δακρύζουν εξ αιτίας κάποιου τραγουδιού, το πώς φιλούν στο μέτωπο τους κοντινούς τους ανθρώπους και το πώς αγκαλιάζουν σφιχτά εκείνους που αγαπούν. Σας θαυμάζω όλους και αν συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ στην ιδιαίτερη αυτή κατηγορία σας, τότε ευχαριστώ τον Θεό, ή όποιον υπάρχει εκεί πάνω και με ορίζει, που με άφησε να βιώσω κάτι τόσο πανέμορφο.
Κάτι τόσο ξεχωριστό.


A muse