Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Νεραϊδόπαρμα Series Pt 1

Ναι ρε γαμώτο, που είναι το δύσκολο και τι αμφισβητείς; Τρελό σου μοιάζει που ακροβατώ καθημερινά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας; Που η παράνοια μου χτυπάει καθημερινά την πόρτα και το « καλά είμαι» έγινε η καθημερινή μου μάσκα απέναντι στην πραγματικότητα; Με κατηγορείς που κρύβομαι σαν παιδί που το μάλωσαν, που τα «πρέπει» κυριαρχούν στον εγκέφαλό μου και την καρδιά μου την κλείδωσαν σε πύρινο κύκλο, φαύλο κύκλο. Σα χαμστεράκι εγκλωβισμένο σε μια ροδέλα να μάχεται καθημερινά για κάτι καλύτερο, για μια ελευθερία πολυπόθητη μα ψεύτικη σαν το χαμόγελο του κλόουν που φοβόμουν από μικρό κοριτσάκι και παρακαλούσα τη μητέρα μου να μην με αφήσει να παίξω με τα άλλα παιδιά. Λες και από μικρό με απωθούσε κάθε κάλπικο χαμόγελο, κάθε μάσκα που σκίαζε τις πραγματικές εκφράσεις των ανθρώπων. Και για δες με τώρα… για δες με ρε μάνα που κατάντησα. Κι εγώ σα κλόουν ακροβατώ σε σχοινιά, σε ποδήλατα με μια ρόδα και συ μπαμπά που από μικρή με αποκαλούσες φώκια γιατί γελούσα και μου φαινόταν αστείο, τώρα παραμένω η ίδια «φώκια» μόνο που έχω μια μπάλα στη μύτη και προσπαθώ να την ισορροπήσω. Όπως κάνω και με τη ζωή μου.

Κορώνα γράμματα μου έλεγες, όχι εσύ μπαμπά, κορώνα γράμματα κι ας πάνε όλα στράφι. Κι ας χτυπήσω σε τοίχο κι ας τα βλέπω όλα μαύρα κι ας βρεθώ σε αδιέξοδο κι ας σπάω το κεφάλι μου βράδια αξημέρωτα να βρω μια λύση μα ο Θεός να με φτύνει επιδεικτικά και το μυαλό μου να γυρνάει σβούρες σε καταστάσεις τραγικές, θανατηφόρες για τη δική μου ψυχική υγεία.

Χαράματα με εσένα να με κοιτάς και να ψιθυρίζεις πως όλα θα πάνε καλά, να πάψω πια να στριφογυρνάω στη ροδέλα μου και να μην επαναπαύομαι με τίποτα το μέτριο. Μετά τολμάς κι αναρωτιέσαι τι σου βρίσκω. Μα καθώς ανάβω το τσιγάρο μου θυμάμαι πως δεν ξεκίνησα να πληκτρολογώ με παγωμένα δάχτυλα και ένα μυαλό κουρέλι για να σε εκθειάσω και απόψε, μα για να παραπονεθώ. Να παραπονεθώ για πράγματα ανούσια για πολλούς, γραφικά και ρομαντικά σε μέτρο άπιαστο. Σαν κάποιο beat που δεν προφτάνεις να πατήσεις γιατί σου γλιστράει κι η γλώσσα σου τρέχει, άδικα. Τέλος πάντων…

«Πρόσεχε τις μπογιές που βάζεις στο πρόσωπο σου» μου έλεγε η γιαγιά μου. « Θα ξεχάσεις πως είσαι πραγματικά μωρή και θα τρέχεις μετά.» Κι εγώ στριφογύριζα τα μάτια σα να μη ξέρω. Παστώνεσαι λοιπόν με κάθε είδους χρώμα , κοτσάρεις και το χαμόγελο της παλαβομάρας όπως κάθε νύχτα και πορεύεσαι. Τώρα που θα σε βγάλει ο δρόμος κι άμα σε βγάλει, ένας Θεός ξέρει, που λένε κι οι παλιοί.

Ακροβατώντας λοιπόν όπως πάντα σε σχοινί, με προστατευτικό δίχτυ τα χέρια σου, βρίσκομαι κάπου μεταξύ παράνοιας και λογικής και εσύ μου λες πως για να ακουμπήσεις την παράνοια δε χρειάζεται πάντα να χάσεις τη λογική σου. Ποια λογική… Και στην τελική ποιος την έχασε για να τη βρω εγώ; Αστειεύομαι φυσικά. Μα είναι από τις νύχτες που χάνομαι και δεν θέλω κανέναν εδώ- ούτε κι εσένα κι ας σε έχω τόσο ανάγκη. Βλέπεις είναι κάποιας μορφής ναρκωτικό αυτό το συναίσθημα αγανάκτησης που με περιβάλλει ορισμένες φορές και με πνίγει και νιώθω τόσο μικρή και τόσο χαμένη. Μα είναι φορές που το έχω τόσο μα τόσο πολύ ανάγκη, έτσι απλά και μόνο για να χαθώ λιγάκι, να ξεγυμνωθώ μέσα σε δάκρυα, να ρίξω κάθε τοίχο μπροστά από τον καθρέφτη μου έτσι απλά για να θυμηθώ τι κρύβεται από κάτω.

Κι ύστερα πάλι θα είμαι δυνατή στο υπόσχομαι, ύστερα πάλι θα βρω τα λογικά μου , θα σβήσω το τσιγάρο και θα πέσω για ύπνο γιατί είναι αργά και το απεχθάνεσαι να με βλέπεις χλωμή και κουρασμένη. Κι εσύ , κι οι γονείς μου, κι η γιαγιά μου. Μα κι εγώ ναι, κι εγώ το μισώ δε λέω. Μα κάποιες φορές το χρειάζομαι- άλλωστε όπως σου είχα πει, τι χρώμα θα είχε το φως αν δεν είχες δει το σκοτάδι;    Αν δεν είχε ζήσει λιγάκι σε αυτό να δεις τη μαγεία του κι έπειτα να λατρέψεις το φως γιατί θαρρείς πως σε λυτρώνει;

Μα μη ξεχνάς πως τα πιο όμορφα λόγια στα είπα ένα πρωινό, μα και τα πρωινά « άντε στο διάολο κι εσύ» τα μοίρασα απλόχερα όταν έπρεπε. Ή όταν έτσι ένιωσα. Το φως και το σκοτάδι δεν με ορίζουν, μα και κανέναν μας. Είμαστε ότι είμαστε, πίσω από το μακιγιάζ, πίσω από τα χαμόγελα- μέσα μας. Είτε κρύβω ένα μικρό διάστημα μέσα μου είτε μια μαύρη τρύπα που ρουφάει τα πάντα κατά την εμφάνιση της, είμαι εγώ. Κι ας σπάω μερικές φορές…

Το χαίρομαι ξέρεις. Που νιώθω ακόμα. Ίσως γι αυτό να ωθώ τον εαυτό μου στα άκρα ορισμένες φορές – έτσι μωρέ γιατί τα συναισθήματα σου θυμίζουν πως ζεις και πως δεν σάπισες ολοκληρωτικά από τους ρυθμούς της πόλης σου. Γιατί είναι δώρο μαγικό να νιώθεις ότι κι αν έχεις βιώσει, γι αυτό και τα παιδιά στις μέρες μας λένε « με νιώθεις;». Όχι για τη μαγκιά μωρέ, όχι. Απλά γιατί θες κάποιον να σε νιώθει πραγματικά γιατί πολλοί το ξέχασαν κι αυτό, το πέταξαν στα σκουπίδια.

Γι αυτό σου λέω, άσε με για λίγο ακόμα στο νεραϊδόπαρμα μου και έπειτα θα επιστρέψω στην πικρή ζάλη της πραγματικότητας. Μόνο, άσε με λίγο ακόμα.

Αντέχω. 

Muse