Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

Απόψε μείνε

Και τι μου λες εσύ τώρα εγώ τα ακούω βερεσέ. Όχι. Μην το πεις, σε ικετεύω. Δεν με νοιάζει αν χρειαστεί να κοιμηθώ βράδια ολόκληρα μακριά σου αγκαλιά με μια ξεχασμένη σου ζακέτα. Δε με νοιάζει αν είσαι στην άλλη άκρη του κόσμου, σε άλλο πλανήτη, σε άλλη διάσταση. Δεν με νοιάζει αν χρειαστεί να βυθιστώ στο σκοτάδι μέχρι να σε ξαναβρώ. Με νοιάζει μόνο να ξέρω πως υπάρχεις κάπου εκεί έξω. Πως έχεις υλική υπόσταση, συναισθήματα και πάντα μα πάντα, μάτια λαμπερά. Με νοιάζει να ξέρω πως δεν είσαι δημιούργημα της φαντασίας μου για να συμπληρώσει κάποιο αδιανόητο κενό που με κρατά ξύπνια τα βράδια. Με νοιάζει όταν γυρνώ πλευρό η μυρωδιά σου να τρυπά κάθε κύτταρο της πραγματικότητας μου κι εσύ να είσαι μέρος αυτής.

Αλλά... ακόμα κι αν αλλάζοντας πλευρό κάποια νύχτα συνειδητοποιήσω πως χάθηκα για άλλη μια φορά σε όνειρα, πως η δαιμονική μου φαντασία έπλασε μια ιδέα που φαντάζει μαγική, πως δεν ήσουν τίποτα παρά μια σπίθα τελειωμένου αναπτήρα... ακόμα και τότε, τότε που το κάρμα θα με σφυροκοπήσει με μίσος, θα ξέρω πως υπήρξες για ένα κλάσμα του δευτερόλεπτου έστω κι ας μην είχες ποτέ ουσιαστική μορφή και σύσταση.

Αλλά όχι απόψε μην το πεις. Δεν καήκαμε για να μάθουμε, καήκαμε γιατί λατρέψαμε τη ζεστασιά και τη γαληνή μιας φλόγας που τρεμόπαιζε στο πιο ήπιο αεράκι ενός Φλεβάρη. Σε βρήκα σε μια ατσάλινη γραμμή που ρουφούσε ροδοπέταλα από τον κόσμο μου... ξέρεις εσύ- μοναχά εσύ ξέρεις. Κι αν όλα αυτά για σένα είναι σκοτεινά θυμήσου κι αυτό: προτιμώ να βρίσκομαι στο σκοτάδι αν τα μάτια σου είναι πιο λαμπερά εκεί. Προτιμώ να τρέχω σε μια λάμψη που με κρατά ζωντανή παρά να με τυφλώσει το οποιοδήποτε φως και να χάσω αυτό που βλέπω.

Αλλά όχι, απόψε μην το πεις στο ξαναλέω. Αν είναι να φύγεις ας μην είναι απόψε. Απόψε μείνε.

Κάθε 'απόψε' μείνε. Κι ας μοιάζει δύσκολο.

Στο χα ξαναπεί: εσύ στην αφάνεια και εγώ στα φώτα. Εσύ στο φως πάραυτα και εγώ στο σκοτάδι. Κι αν η αφάνεια σου είναι ένα τσιγάρο κι ένα ούζο και τα δικά μου φώτα είναι τα τακούνια και τα μεθυσμένα βλέμματα- θα προτιμούσα να ήμουν εσύ. Εσύ μοιάζεις ευτυχισμένος, δεν ξέρω αν είσαι. Εγώ μοιάζω ευτυχισμένη μα δεν είμαι. Κι αν η δική μου ευτυχία κρύβεται σε στιγμές μικρές είναι σε αυτές που περνάω μέσα στα χέρια σου, κρυμμένη από κάθε είδους φώτα, αγκαλιασμένη από το φως. Κι έχεις μια ζεστασιά που θα μπορούσα να αποκαλέσω το «σπιτικό» μου. Ένα μέρος γαλήνιο, ένα μέρος πλασμένο για μένα.

Κι είναι κι αυτές οι στιγμές που το μόνο που λαχταρώ είναι να βρεθώ κοντά σου, δίπλα σου, κλεισμένη στα χέρια σου. Όχι για τα βογγητά και τους πνιχτούς ήχους ηδονής, αλλά για τα δάκρυα χαράς, για τα χαμόγελα ελπίδας και για τα ψιθυριστά «σ’αγαπώ» που ξεφεύγουν έπειτα από μια σειρά δυνατών γέλιων που σε αφήνουν ξέπνοο. Να με ντύνεις με την αγάπη σου και να με γδύνεις με τα συναισθήματα σου. Και να μη ντρέπομαι όντας απογυμνωμένη από κάθε είδους προσωπείου αλλά να γεμίζω χαρά όλα μου τα αποθέματα με τη γνώση ότι ανήκουμε ο ένας στον άλλο. Αλλά όχι με την έννοια της ιδιοκτησίας… μα με την έννοια του γεμάτου, του απόλυτου, του ότι καταφέρνεις να συμπληρώνεις κομμάτια μου που πίστευα πως δεν είχα.

Πίστευα πως οι αυτοκαταστροφικές σχέσεις ήταν μαγικές, μα πλέον βλέπω πως δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να δημιουργείς παρέα με έναν άνθρωπο που συμμερίζεται την κάθε σου πλευρά.

Muse

Στιγμές και δεύτερα στους λεπτοδείκτες του "αύριο".

Με ρώτησες « Γιατί είσαι συνεχώς αγχωμένη;» κι αναρωτήθηκα που βασίζεις τέτοια άποψη. Κι έπειτα μου εξήγησες και γέλασα. Ξέρεις είναι που με κυνηγάει ο χρόνος συνεχώς, που μεγαλώνω και οι γύρω μου θαρρούν πως είμαι ακόμη πολύ μικρή. Αλλά μου μοιάζει σα χθες που έπαιζα με τα κουζινικά μου στο παλιό μου δωμάτιο και θα μοιάζει σα χθες σε 20 χρόνια που θα έχω τη δική μου οικογένεια να στηρίξω, τις δίκες μου υποχρεώσεις και έγνοιες – ίσως σημαντικότερες από τις τωρινές-. Ίσως να είναι που βιαζόμουν να μεγαλώσω και όταν το κατάφερα λιγάκι το μετάνιωσα βλέποντας ποσά έχασα, μα κέρδισα κι αλλά τόσα. Τι είναι όμως πιο σημαντικό δε ξέρω, ίσως το να ζεις την κάθε ηλικία στην ώρα της αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου σήμερα. Το θέμα μου είναι που είμαι υπερκινητική όταν μιλάω για πράγματα στα όποια βρίσκω ενδιαφέρον, που η γλώσσα μου τρέχει κατοστάρι σαν κάποιος να με έχει πάρει στο κατόπι και αλλάζω συνεχώς θέση στη καρέκλα μου όταν βρίσκομαι με την παρέα για καφέ. Είναι λιγάκι που κοιτώ συνεχώς την ώρα και κάθε λεπτό που περνά με πιέζει λίγο παραπάνω.
Ελάχιστα χρόνια πριν κοιμόμουν στις 5 το πρωί και ξυπνούσα στις 8 για να πάω σχολειό. Ήταν σα να μη μου έφταναν οι 24 ώρες που μου χαρίζει η ημέρα και να ήθελα να τις αξιοποιήσω στο έπακρον μένοντας ξύπνια όλο το βράδυ. Δίχως ψέματα, το κάνω ακόμα κάποιες φορές. Οι ολονυχτίες έγιναν οι κολλητές μου τα τελευταία δυο χρόνια με την δικαιολογία « πριν τις 3 δε με παίρνει ο ύπνος. Και πρέπει να ξυπνήσω στις 5 άρα ποιος ο λόγος να κοιμηθώ;» Ναι…Καλά.  

Κι είναι λοιπόν που με τρώει λιγάκι ο χρόνος, που μου έχει γίνει έμμονη ιδέα και νιώθω παρανοϊκή στο μεγαλύτερο κομμάτι της ημέρας μου. Πιες καφέ, κάνε τσιγάρο, μάζεψε, γράψε, κάνε μπάνιο, βγες, γύρισε, πέσε για ύπνο και πάλι από την αρχή με ελάχιστες διαφορές η μια μέρα από την επομένη και από την προηγούμενη. Και θα έλεγες πως μου φτάνουν πια οι ώρες  μα ποτέ δεν ήμουν καλή στα προγράμματα και πάντα τα έκανα μαντάρα μέσα στο κεφάλι μου , τα χρονοδιαγράμματα δε μου ταιριάζουν και σε καλούπια αρνούμαι να μπω. « Την τάδε ώρα θα καθίσεις να διαβάσεις, την τάδε ώρα θα γράψεις, την τάδε ώρα θα βγεις.» Όχι όχι. Φρίκη μου φαντάζουν όλα αυτά κι ίσως να είναι το νεαρό της ηλικίας που με κρατά από το να « βάλω τη ζωή μου σε μια τάξη» όπως με συμβουλεύουν οι δικοί μου.

Μα πάντα πίστευα πως τα προγράμματα σε περιορίζουν κι εγώ τα φτερά μου τα θέλω ανοιχτά κι ελευθέρα. Κι ας τρέχω μονίμως να προλάβω το τελευταίο λεωφορείο, κι ας αργώ όποτε έρχομαι να σε δω, κι ας βρίζω όταν κοντεύει παρά πέντε και το ΚΤΕΛ φεύγει ακριβώς.

Από την άλλη βέβαια, δεν αποτελώ εξαίρεση στον κανόνα της εποχής « έλα μωρέ, θα το κάνω αύριο». Είναι κάποιες φορές που συμφιλιώνομαι με το πέρας των δευτερόλεπτων και έχω πλήρης συναίσθηση του χρόνου που με ξεπερνά σαν το λεωφορείο τις άδειες στάσεις. Αλλά είναι και φορές, στην πλειοψηφία τους, που φέρομαι λες και θα ζήσω αιωνίως. Λες και το αύριο είναι κάτι το δεδομένο , λες και αύριο θα έχω περισσότερο κουράγιο, περισσότερο θάρρος, περισσότερες στιγμές με αυτούς που αγαπώ. Και αφήνω τους λεπτοδείκτες να γυρνούν και να γυρνούν και τις ώρες να φεύγουν χωρίς σταματημό κι εγώ παραμένω στάσιμη. Στάσιμη μαζί με τα βαλτόνερα που κάποιες φορές με καταπίνουν και μου κόβουν την ανάσα έκφρασης. Φορές που η ίδια μου η λογοκρισία με σταματά από το να αφήσω τα συναισθήματα μου να ξεχυθούν σαν χείμαρρος λέξεων και δένω τη γλωσσά μου κόμπο σκεπτόμενη πως το αύριο είναι κοντά, θα έχω κι άλλες ευκαιρίες.

Σκέφτεσαι συνεχώς πως θα πράξεις καλύτερα την επομένη μέρα, πως θα πεις « σ’αγαπώ» αύριο, πως θα ζητήσεις συγγνώμη κάποια άλλη στιγμή. Κι αν αυτή εδώ η στιγμή είναι η τελευταία; Κι αν δεν έχεις άλλη ευκαιρία; Όχι για λογούς μακάβριους αλλά για λογούς ζωής. Γιατί κάποιος αποφάσισε να ζήσει ΤΩΡΑ και όχι αύριο κι αυτό επηρεάζει έμμεσα και εσένα. Γιατί το «σ’αγαπώ» που ήθελες να πεις, άργησες να το ξεστομίσεις και το τρένο πέρασε και έφυγε και εσύ έχασες το ραντεβού με την τύχη σου.
Γιατί οι στιγμές έρχονται και φεύγουν. Μα δεν περιμένουν. Κανένα δεν περιμένουν, να το θυμάσαι αυτό.


Κι αν είναι κάτι να πεις ή να κάνεις, κάντο τώρα. Αύριο ίσως να είναι αργά. 


Muse