Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Ασυμβίβαστε φίλε.

Ξυπνάς το πρωί και κοιτάζοντας το είδωλο σου στον καθρέφτη συνειδητοποιείς ότι κάτι λείπει. Α…ναι…

Ξέχασες την μάσκα σου. Πως θα ξεκινήσει η ημέρα σου αν δεν φορέσεις την πολύ- αγαπημένη σου μάσκα; Παίρνεις λοιπόν το ψεύτικο σου δέρμα από την καρέκλα και το φοράς σιγά-σιγά προσέχοντας μην σκιστεί κάποιο κομμάτι του. Μην ανοίξει κάποια μικροσκοπική τρύπα στην τέλεια επιφάνεια του και φανεί τι κρύβεται από μέσα. Ο πραγματικός σου εαυτός.

Κι έτσι, ντυμένος και μασκαρεμένος με ένα «εσύ» που δεν είναι εσύ είσαι έτοιμος να ξεκινήσεις την ημέρα σου. Παίρνεις καφέ από το κοντινότερο μικρό καφέ και χαμογελάς ευγενικά, αν και ψεύτικα, στην κυρία που είναι στο ταμείο ευχόμενος να μπορούσες να πάρεις ένα καφέ μια φορά χωρίς να χρειαστεί να απαντήσει σε μισό εκατομμύριο ερωτήματα που αφορούν την προσωπική σου ζωή και τα πολιτικά σου πιστεύω. « Απλά φτιάξε μου τον καφέ μου.» εύχεσαι να μπορούσες να πεις αλλά δεν το κάνεις…ακολουθείς τους σωστούς κανόνες συμπεριφοράς και συμβίωσης σε αυτή την κοινωνία. Για να μπορείς να ζεις «εν αρμονία» όπως λες με τους γύρω σου, αλλιώς όλα θα ήταν χάος.

Προχωρώντας την ημέρα σου ο μπροστινός σου στην ουρά για την δουλειά αρνείται να πατήσει λίγο παραπάνω το γκάζι και έτσι κολλάς στην κίνηση συνειδητοποιώντας πως έχεις ξεχάσεις το κινητό σου στο σπίτι και δεν μπορείς να ειδοποιήσεις το αφεντικό σου ότι ίσως και να αργήσεις. Σφίγγεις όμως τις γροθιές σου στο τιμόνι και σκέφτεσαι πως άλλη μια ημέρα είναι, θα περάσει κι ας ξεκίνησε άσχημα- όπως πάντα άλλωστε.

Φτάνεις στη δουλειά κατά μία ώρα αργοπορημένος… το αφεντικό είναι νευριασμένο, δεν έχεις φάει και εξ αιτίας της καθυστέρησης σου θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσεις τον χρόνο του διαλείμματος σου όχι για να τσιμπήσεις κάτι στα γρήγορα, αλλά για να καλύψεις τα καθήκοντα σου στην εταιρία που μπήκες με μέσον. Και όπως λέει και ο μπαμπάς σου δεν πρέπει να απογοητεύεις τους ανώτερους, τα πάντα για την εξουσία στην τελική.

Και περνάει η ώρα με την κοιλιά σου να γουργουρίζει σε όλη τη διάρκεια του meeting με την υπόλοιπη εταιρία και με τα βλέμματα αποδοκιμασίας γαντζωμένα στην ψυχή σου. Εύχεσαι να σε καταπιεί η γη γιατί το στομάχι σου διαμαρτύρεται περισσότερο από ότι θα έπρεπε.

Το διάλειμμα σου έχει περάσει προ πολλού και είναι η ώρα να σχολάσεις αλλά υπάρχουν άλλα σχέδια για σένα. Τρίωρη υπερωρία επειδή η δεύτερη βάρδια αρρώστησε ξαφνικά των ξαφνικών και πρέπει να καλύψεις και την δική της θέση απλά και μόνο επειδή εσύ βρίσκεσαι ήδη εκεί. Και στην τρίωρη βάρδια δεν υπάρχει διάλειμμα. Ώρα να σχολάσεις νευριασμένε και κουρασμένε άνθρωπε. Άλλη μια μέρα στην οποία δεν είπες κουβέντα και στην οποία απλά γύρισες σπίτι σου, έφαγες κάτι στα γρήγορα και έτρεξες στο κρεβάτι σου δίχως να έχεις κάνει κάτι δημιουργικό.

Όπως κοιτάζεσαι για άλλη μια φορά στον καθρέφτη, το είδωλο σου, σου θυμίζει πως είναι καιρός να απαλλαγείς από το ψεύτικο δέρμα που αποκαλείς το δεύτερο «εγώ» σου. Που δεν έχει καμία σχέση με το ποιος είσαι πραγματικά. Κι όπως λοιπόν ξεντύνεσαι από το ψέμα σου και το ακουμπάς για άλλη μια φορά στην καρέκλα όπου και είναι η θέση του παρατηρείς πως, είσαι γερασμένος- το πραγματικό σου δέρμα έχει φθαρεί περισσότερο από το ψεύτικο πέπλο που φορούσες πριν λίγο. Εσωτερικά δεν είσαι λευκός και ανέγγιχτος όπως είσαι όταν ντύνεσαι με ψέματα. Εσωτερικά είσαι ξεχαρβαλωμένος, με μια καρδιά γεμάτη ουλές, με μια ψυχή ρυτιδωμένη και με μια αυτοεκτίμηση χαραγμένη από μύρια σουγιάδων.

Κι όπως κοιτάς το ποιος είσαι κι απορείς πως γέρασες έτσι, η εικόνα που βλέπεις μπροστά σου αλλάζει και την θέση παίρνει μία άλλη. Βλέπεις τον πραγματικό σου εαυτό να χάνεται και στη θέση του να εμφανίζεται το ψέμα σου. Το κοιτάς κατάματα και προσπαθείς με όλο σου το είναι να θυμηθείς πως έμοιαζες πριν εμφανιστεί αυτό το εσωτερικά νεκρό πλάσμα. Βέβαια, δεν υπάρχει καμία απολύτως ανάμνηση στο άδειο σου κεφάλι του ποιος είσαι κανονικά, του ποιος είσαι πίσω από το ψέμα, πίσω από το πέπλο της κοροϊδίας.   Δεν θυμάσαι.

Κι έτσι, σταματάει να σε νοιάζει που η κυρία με τον καφέ μιλάει ασταμάτητα, που ξεχνάς που βάζεις το κινητό σου, που η γυναίκα/άντρας σου δεν σε φιλάει πλέον όταν φεύγει για τη δουλειά ή που ο κολλητός/κολλητή σου δεν παίρνει πια τηλέφωνο. Δεν σε νοιάζει πια που οι δικοί σου ανησυχούν και στα «χώνουν» όπως λες, για το καλό σου και ούτε που ο/η αγαπημένος/η σου δεν σε κρατάει πλέον από το χέρι όταν είστε μπροστά σε κόσμο. Δεν σε πολύ-ενδιαφέρει που το αφεντικό σου σε εκμεταλλεύεται και σε χρησιμοποιεί χωρίς να του περνάει από το μυαλό ότι έχεις και εσύ προσωπική ζωή. Γιατί στην τελική δεν έχεις.

Γιατί; Συμβιβάστηκες, ασυμβίβαστε φίλε μου.

Κοιμήθηκες όπως έστρωσες και ξύπνησες μέσα σε ένα ψέμα που σε βόλευε γιατί αρνήθηκες να παλέψεις για την δική σου αλήθεια.




A muse

Παντού μιζέρια.

«Όχι ρε το μπουρδέλο, όχι ρε γαμώ την πουτάνα μου- πάει τελείωσε!»
Άκουσα ένα τύπο τις προάλλες, δεν θα ήταν πάνω από τριάντα ετών, να φωνάζει απεγνωσμένα πίσω από το τελευταίο λεωφορείο. Ο οδηγός απλά κοίταξε από τον καθρέφτη, άφησε ένα μικρό γελάκι αποδοκιμασίας να ξεφύγει από τα χείλη του κι έπειτα γύρισε μπροστά και συνέχισε να οδηγάει δίχως να νοιάζεται για τον κύριο που μόλις άφησε μοναχό του στην ερημιά ακριβώς την ώρα που το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα.  

« Φτάνουμε;» Είχε ρωτήσει μια μαυρομάλλα κοπέλα με γαλάζια μάτια στο χρώμα του ανοιξιάτικου ουρανού έναν οδηγό κάποια στιγμή και εκείνος αντί να της πει ότι εδώ κατεβαίνει, την άφησε να συλλογίζεται μοναχή της το που πρέπει να κατεβεί από το όχημα. Κατεβαίνοντας λοιπόν από το λεωφορείο στις δέκα το βράδυ, πέρασε μπροστά από μια εκκλησία αγκαζέ με τη συμφοιτήτρια της προσπαθώντας να βρει το δρόμο. Αμάξια πολλά, σοκάκια, αδέσποτα πλάσματα να περιφέρονται άσκοπα και αβοήθητα στην άσφαλτο και κουφάρια παλαιών φίλων αυτών τον αδέσποτων να κείτονται νεκρά στην άκρη του πεζοδρομίου. Μια εικόνα όχι τόσο τραγική όσο τυχαίνει να την περιγράφω αλλά εξίσου μίζερη με την αμαρτία που  πλανιόταν στον αέρα εκείνης της βραδιάς. Εκείνης της νύχτας που ο οδηγός αποφάσισε να το παίξει βαριεστημένος στο τέλος της βάρδιας και να αφήσει δύο κορίτσια μόνα τους σε δρόμους σκοτεινούς με τη μαγεία και την κακία της νύχτας να τυλίγεται γύρω τους, τόσο σφιχτά σαν βόας.

« Φίλε δεν έχω τόσα λεφτά…σε παρακαλώ κάνε κάτι!»
Είπε ένα εξαρτημένο 17χρονο παλικάρι στο βαποράκι του καθώς το παρακαλούσε για μία δόση. Ίσως και την τελευταία του από τη στιγμή που την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο ο πατέρας του, χτυπούσε τη μάνα του πιτσιρικά μέχρι θανάτου κι έπειτα έβαλε την κάνη της κυνηγητικής του καραμπίνας στο στόμα του και τράβηξε την σκανδάλη τινάζοντας τα μυαλά του στον αέρα, στην κυριολεξία.

« Ρε μαλάκα, τι γράφω- οι τύποι θα με περάσουν για τρελή.»
Ψιθύρισε μια κοπέλα μπροστά από ένα υπολογιστή με τα μάτια της καρφωμένα στην οθόνη και τα δάχτυλα της να χτυπούν εξουθενωμένα τα πλήκτρα. Με ένα συγκεκριμένο κομμάτι κουμπωμένο στο repeat και τα γόνατα της κολλημένα στο στέρνο της, ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει την ζεστασιά του καλοκαιριού, να τη νιώσει στο ίδιο της το σώμα.

Κι αν σου φαίνεται τρελό, σφίγγω τις γροθιές μου σαν τον τύπο που έχασε το λεωφορείο, τρέμω σαν τις κοπέλες που κατέβηκαν σε λάθος στάση σε μία απολύτως άγνωστη περιοχή, σπαρταράω σαν το πρεζόνι που δεν έχει λεφτά να πάρει τη δόση του και πονάω σα τη μάνα που ξέρει ότι φεύγοντας από αυτό τον κόσμο θα αφήσει το παιδί της στα σκατά, τα χάνω σαν τον πατέρα που σκοτώνει κι αυτοκτονεί, πεισμώνω σαν την κοπέλα μπροστά από τον υπολογιστή που μάταια προσπαθεί να αλλάξει κάτι σε αυτό τον κόσμο, μέσω λέξεων.


Κι αν σου φαίνεται περίεργο το πόση μιζέρια κυκλοφορεί στον έξω κόσμο, για κοίτα μέσα στα σπλάχνα σου, πόση κακία βρίσκεις εκεί μέσα;  


A muse