Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Φιγούρα και αμαρτία, χορός και χώρος για λίγους.

Πανέμορφο το πώς αλλάζουν οι καιροί μας, μάτια μου.

Το πώς και το πότε οι πικρές μας αλήθειες γήνικαν τα γλυκόπιοτα μας ψέματα, κι εμείς σαν άποροι επαίτες συναισθημάτων, ξαπλώσαμε πάνω σε δαύτα και κάναμε έρωτα.

Σε θυμάμαι να μου λες, πόσο όμορφο για σένα θαρρείς πως είναι το Τανγκό. Πως το πάθος κυριαρχεί κι ας πρέπει τα βλέμματα να αποφεύγουν το ένα το άλλο. Θυμάμαι που χορεύαμε κι είχες τα μάτια σου κλειστά και σαν από θαύμα, η όψη σου γαλήνευε όπως παλιά, τότε που η αγκαλιά μου ήταν το καταφύγιο των δαιμόνων σου. Κι έκλεινες τα μάτια, σήκωνες το γιακά και η μορφή σου στροβιλιζόταν με τη δική μου σε ρυθμούς αργούς μα μανιασμένους.

Έμπλεκες τη ζωή σου με τη δική μου καθώς χορεύαμε κι ακόμη περισσότερες μέρες περνούσαν, τα πόδια μου μάτωναν σε κάθε στροφή και σε κάθε φιγούρα και αρνιόμουν να αφήσω το χορό μας να τελειώσει. Μέχρι που το φως έσβησε και έβλεπα μοναχά τα μάτια σου. Μαζί του, έσβηνα κι εγώ σε ένα χορό που τρεφόταν με τα σωθικά μου.

Παράσιτο ήσουν μάτια μου.

Τρεφόσουν από μένα με κάθε πόνο και κάθε δάκρυ εσύ με έσπρωχνες σε ότι με καταρράκωνε.

«Το κάνει για να ξεπεράσω τους φόβους μου.» Ψιθύριζα όσο τα νύχια σου σημάδευαν την πλάτη μου κι εγώ σαν εξαρτημένη κρατιόμουν πιο γερά πάνω σου, μην τυχόν και χάσω τα βήματα δίχως να βλέπω πως με κάθε χορογραφία σημείωνα και καινούρια σημάδια.

Έκανες ένα βήμα μπροστά και παρέμενα στάσιμη, πεπεισμένη πως εσύ θα ήσουν εκείνος που πάνω στη φιγούρα θα δείλιαζε, πως για μια μοναδική φορά τα ηνία θα ήταν στα δικά μου χέρια.

Μα τα χέρια σου έσφιγγαν τη μέση μου και ασφυκτιούσα. Περίμενα να με έπιανες όταν θα σκόνταφτα μα πάντα ήσουν εκείνος που μου έβαζε τρικλοποδιά. Έτσι λοιπόν έκανες το αδιανόητο: γυρνούσες μισό βήμα και έβρισκα τον εαυτό μου να αιωρείται πάνω από το χέρι σου, με τις μπούκλες να χαϊδεύουν απαλά το πάτωμα και το πρόσωπο σου βυθισμένο στο στέρνο μου.
Ως λύκος, τραβούσες τζούρες μυρωδιάς από το θήραμα σου.

Μαζί σου η ζωή ήταν βουτηγμένη στην αμαρτία και στον κίνδυνο. Μα ο χορός μας ήταν τόσο παθιασμένος, που χόρευα με τέτοια μανία που μου τσάκιζε τα κόκκαλα. Ένα βήμα μπρος και δύο πίσω για να σε φτάσω. Μέχρι που παραδόθηκα και έπαψα πια να ψάχνω τρόπους για να ξεφύγω.

Ένας χορός δαιμονικός με θεατές τα λάθη και τα πάθη μας, χτυπούσαν κι αυτά τα χέρια και ζητωκραύγαζαν βλέποντας τη ψυχή μου να απομακρύνεται. Κι όταν πια η ουσία μου έσβησε στα χέρια σου, στην τελευταία μας φιγούρα δεν με επανέφερες στα πόδια μου.

Με άφησες.

Ο τελευταίος ήχος που ακούστηκε από την διεστραμμένη μας παράσταση ήταν του σώματος μου. Καθώς γκρεμιζόμουν μαζί με όσα όνειρα είχα καταφέρει να κρατήσω ανέπαφα, σε είδα να με κοιτάς με ύφος βλοσυρό και αντί για λόγια αγάπης, ξέρασες ερπετά που φώναζαν:

«Ήξερες πως χόρευες με το Διάβολο.»

Πως λοιπόν περίμενες να τα καταφέρεις εαυτέ μου; Μα ένα μόνο ξέρω…

« Και κοιταζόμαστε στα μάτια πια και δε μιλώ. Και σου έχω αφήσει τη ψυχή μου για ένα ακόμη χορό.»

Ή τουλάχιστον, ότι απέμεινε από αυτή.


Muse

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Κουφάρια με εμμονές λανθάνουσες.

Εύκολο βλέπεις να προσάπτεις επώνυμα και προσωνυμία σε ανθρώπους που ξέχασες να μάθεις και απλά βασίζεσαι σε πράξεις και γεγονότα χρόνων πριν.

Και θα μου πεις οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, μα ξεχνάς πως στην ηλικία μου το «χρόνια πριν» σε τοποθετεί σε μια περίοδο προ-εφηβική που το μυαλό ενός παιδιού λειτουργεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Όταν πια λοιπόν το σώμα του καταφέρνει και μπαίνει στην διαδικασία της εφηβείας, πολλά αλλάζουν. Ακόμα και ο τρόπος σκέψης αυτού του παιδιού. 

Πολλές διαφορετικές εφηβείες, πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι κι ο καθένας από αυτούς την περνά διαφορετικά. Άλλες αντιδράσεις ο ένας, άλλες ο άλλος. Κάποιες σωστές, ηθικές και νόμιμες κι άλλες λανθασμένες, ανήθικες και παράνομες. 

Ο καθένας διαφορετικός, μα λάθη εφηβικά δεν μπορείς να μου τα προσάπτεις κοντά μισή ντουζίνα χρόνια μετά και κατά καιρούς να μου συμπεριφέρεσαι σαν πρεζάκι που ψάχνει τη δόση του.

Και όχι φίλοι μου, ποτέ δεν έμπλεξα με ναρκωτικά. 

Το μόνο μου ναρκωτικό ήταν το να φεύγω. Έτσι νιώθω και τώρα. Τάσεις φυγής, να φύγω και να μη ξαναγυρίσω για κανέναν πούστη λόγο.

Να τρέξω μέχρι να ματώσουν οι πατούσες μου, μέχρι να είμαι βρώμικη και κουρασμένη. Κι έπειτα να καθίσω σε ένα παγκάκι, να με ξεπλύνει η βροχή από τις σκόνες και τις αμαρτίες που φορτώθηκα κατ’επιλογή μα κι από εκείνες που φορτώθηκα για χάρη άλλων.

Θεσσαλονικιός στα ηχεία κι εγώ να χάνω τον ειρμό μου στα καπάκια…πόσο θα ήθελα ένα τσιγάρο τώρα…

Μα στιγμές σαν και αυτές ελευθερία και προσωπικός χώρος σε μια φυλακή σαν και δαύτη; Αστείο. Πρέπει να βγεις στο κοινό προαύλιο με τους κατά καιρούς αυστηρούς δεσμοφύλακες και να προσέχεις πως εκφράζεσαι μιας και παίζει ποινή, πως ρουφάς την κάθε τζούρα μιας και οι τρόποι σου δεν ταιριάζουν με αυτούς μιας κυρίας.

Οπότε συνεχίζεις να μένεις με τον εθισμό να τριγυρνά το μυαλό σου και να αναζωπυρώνει τα νεύρα που τόση ώρα προσπαθείς να αποβάλλεις. Μια απογοήτευση σε περιβάλει και τρυπώνει ύπουλα μα πανηγυρικά στην ψυχή σου. 

Σε μια στιγμή όλα αλλάζουν και από οργή, μετατρέπεσαι εσύ η ίδια σε θλίψη και το παράπονο κινεί τα νήματα των χειλιών σου και τα ωθεί στο να τρεμοπαίξουν ένα «γιατί». 

Δεν είναι λίγες, λες, οι φορές που πληγώθηκες από τους κοντινότερους σου ανθρώπους για λάθη που έκανες πιτσιρίκι. Κι εκείνοι, φερόμενοι χυδαία, οι ανίδεοι δε ξέρουν πως χαράζουν βαθιές στην ψυχούλα σου πληγές που από παιδί μάχεσαι να κρατήσεις άσπιλη, σου χαράκωσαν τις πιο όμορφες ιδέες για τον κόσμο.

Βλέπεις, μια λάθος κίνηση και το αίμα σου ακόμη, θα σε κατασπαράξει. Τα λάθη δεν είναι για εμάς μικρή μου. Δε μεγαλώσαμε έτσι. Δε μας μεγάλωσαν έτσι οι κυνηγοί επικηρυγμένων.
Μας μεγάλωσαν με καρότα και σανό, όχι με καμτσίκι και μπότες σπυρουνάτες. 

Εμάς ποτέ και τίποτα δε μας έλειψε οπότε γιατί κλαις;

Σε ακούω να με ρωτάς και χαμηλώνω το βλέμμα. Το ίδιο κάνεις κι εσύ μέσα από τον καθρέφτη. 

Ξαναρωτάς και πλέον τρέμουμε και οι δύο, μα για διαφορετικούς λόγους. Τα μάτια σου φλέγονται με οργή, τα δικά μου με πόνο. 

Πόνο που πρέπει να σε κρύψω ξανά ανθρώπου μάτι να μη σε δω και άντρα χάδι να μη νιώσεις ακόμη. Γιατί ακόμη κι αυτό θα σε πονέσει στον αποχωρισμό του. 

Θα βγω εγώ μπροστά, ψυχή μου, θα βγω εγώ. Τι είναι βλέπεις να μετράς εφηβικά λάθη χαραγμένα στη σάρκα σου; Τι είναι να μετράς μάχες και οι ήττες να σου γεμίζουν τους εφιάλτες και να σου διαστρεβλώνουν το μυαλό; 

Τι είναι να φοβάσαι μη χάσεις το ποιος είσαι από κριτική ανθρώπων που κάποτε σε ήξεραν μέχρι που σε έκρυψα. 

Σε χαλούσαν βλέπεις, εμένα δεν με άγγιζαν τα λόγια τους. Μα που και που θέλω να βγάζεις το κεφαλάκι σου στην επιφάνεια να βλέπεις το κακό όσον νομίζουν πως βρίσκεσαι στη θέση μου.

Γιατί ο κόσμος είναι κακός, ψυχή μου. Κι εσύ δεν είσαι έτοιμη να βγεις εκεί έξω. Τα τείχη σου δεν είναι αρκετά ψηλά μα τα δικά μου τα έχτισα σε αυτή την χιλιοειπωμένη εφηβεία που τόσο προσπαθώ να ξεχάσω. Μπας και καταφέρω να σε δείξω ξανά στον κόσμο.
Μπας και καταφέρω να δείξω πόσο αθώα παραμένεις κι ας επιλέγεις να βγάζεις εμένα στη φόρα.

Άμυνα είμαι, ψυχή μου και σε περιμένω πότε θα είσαι έτοιμη να βγεις. Πριν βγεις μια και καλή και αφήσεις τούτο δω το κουφάρι άψυχο.

Γιατί στιγμές που τα πάντα καταρρέουν και κάθομαι στην καρέκλα του κατηγορούμενου για αμαρτίες άλλων, κουφάρι νιώθω. 

Πάμε τώρα να περπατήσουμε μέχρι να βρέξει. Θα σε αφήσω να βγεις, να στριφογυρίσεις λίγο στη βροχή κι έπειτα για ύπνο θα σε βάλω πάλι.

Τα μάτια των ανθρώπων είναι αρπακτικά, ψυχή μου. Αρπακτικά πεινασμένα, στο διάβα σου θα σε ακολουθούν και θα τσιμπολογούν στην ουσία σου μέχρι να στερέψω πια από σένα. Κι έπειτα, ίδια μ’αυτούς θα γίνω.

Άψυχο κουφάρι, κυνηγάρικο αρπακτικό στο κατόπι άλλων σαν και σε.


Muse

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Ανάρμοστη συμφωνία με ηθικές διαταραχές;

Πιάσε ένα ποτό, βγάλε τα παπούτσια σου και βάλε τα πόδια σου πάνω στα δικά μου να είσαι άνετα. Απόψε θέλω να σου μιλήσω για το ποια είμαι πραγματικά. Μου πήρε πολύ χρόνο και πολύ κόπο να το καταλάβω. Έπειτα, ακόμη περισσότερο να το αποδεχτώ και να μάθω να ζω με αυτό.
Μην κοιτάς το πάτωμα, τα μάτια μου κοίτα κι ας μοιάζουν κενά στιγμές που κρύβομαι πίσω από την πολιοφορεμένη μου μάσκα. Απόψε θα με δεις αληθινή. Με τις πληγές και τις ουλές που αγκαλιάζουν το σώμα μου κάτω από το δέρμα. 
Απόψε θα σου αφεθώ και θα σου πω ποια είμαι. Έπειτα ο καθένας το δρόμο του, ναι; Αυτή τη χάρη θέλω μόνο. Άτομα που ξέρουν ποια είμαι δεν μένουν τριγύρω για πολύ, οπότε θα σε αφήσω εγώ. Να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση του να φύγεις πρώτος.
Έπειτα θα σου μιλήσω για το που είμαι χαμένη. Αρνούμενη να βρεθώ από τον οποιοδήποτε.

Είμαι η Muse. Μια ζωή κρυμμένη πίσω από ένα προσωπείο που με βοηθούσε να εκφραστώ ελεύθερα. Έτσι κι εδώ, κρυμμένη πίσω από ένα ψευδώνυμο που διόλου με χαρακτηρίζει. Ίσα ίσα, αν καταφέρεις και δεις λίγο μέσα στον εγκέφαλο μου θα τρομάξεις.
Μιλώ πολύ και τις περισσότερες φορές, δεν λέω απολύτως τίποτα με λέξεις. Οι πράξεις μου δε, βρίσκονται στην γκαρνταρόμπα μου σε πληθώρα. Αυτές είναι που με χαρακτηρίζουν και με έμαθαν πως εκείνες με ορίζουν. Πράξεις που λανθάνουν σκοπούς, σκοπούς αλλιώτικους, πράξεις που με οδηγούν σε συναισθήματα επίπονα. 
Είμαι αγχώδης μα διόλου ενοχική. Βλέπεις τις πράξεις μου τις καλοζύγιζα πάντα. Στο ζύγι έμπαιναν τα θέλω μου με τα αισθήματα των άλλων τριγύρω. Όταν πια δεν με ένοιαζε τι θα σκεφτούν, έπραττα. 
Διάολε, έπραττα με όλο μου το «είναι». Άρα που χώρος για ενοχές όταν η κάθε σου πράξη περνάει από χίλια μύρια κόσκινα πριν την εκτελέσεις; Μα ποτέ καλομελέτημενη, ούτε και καλοσχεδιάσμενη. 
Κάθε πράξη κατέληγε από το μυαλό μου στη ζωή μου σε κλάσματα δευτερολέπτου. Τόσο μόνο βλέπεις αντέχω να σκεφτώ για τη δική μου την κατάληξη. Κι όταν πια είχα χρόνο για μετάνοιες, τον χρησιμοποιούσα αλλού.
«Καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν έκανες.» μου είχε πει ο πατέρας μου κάπου στα 14 και από τότε, φράση ζωής κατέληξαν τα λόγια του.
Έδινα καύσιμο στον εγωισμό και στον αυθορμητισμό μου και έγινα κάστρο συναισθηματικά απόρθητο. 
Είμαι καυστική και κάφρος. Έμαθα να αποφεύγω δύσκολες καταστάσεις και να ελίσσομαι μέσα από αυτές με το χιούμορ μου. Που διόλου μοιάζει γυναικείο, κάθε άλλο. Αντρικό χιούμορ βλέπεις, γι’αυτό και πάντα τα πήγαινα καλύτερα με τους άντρες. Γι αυτό και έμαθα να σκέφτομαι κάποιες φορές σαν και εκείνους, κάποιες, όχι πάντοτε. 
Έχω ακούσει φράσεις και φράσεις βλέπεις από δαύτους και είναι πλάσματα μαγικά και μυστήρια. Σου παίρνουν τις ελπίδες για να σε καθηλώσουν με ένα «μείνε να κοιμηθούμε μαζί και φεύγεις το πρωί.»
Μα μαθημένη στα «φεύγα» της ζωής, ποτέ δεν έμενα για ένα τσιγάρο ακόμη. Προτιμούσα να το κάνω στο δρόμο για το σπίτι μοναχή, σκεπτόμενη τη νύχτα που πέρασε.
Επίσης είμαι συναισθηματική και ρομαντική, λατρεύω τις νύχτες κοιτάζοντας τα αστέρια να αναλύω τη ζωή με μια μπύρα στο χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο.
Διακατέχω μια ψυχασθένεια που λίγοι αντέχουν. Λατρεύω να τρυπώνω στο μυαλό κάποιου και να το κάνω μπουρδέλο, στην κυριολεξία. Πέρασα εποχές που κοιτούσα τους ανθρώπους σαν θηράματα, να δω ποιον εγκέφαλο θα καταστρέψω. 
Μη φεύγεις, όχι ακόμα. Σου είπα θα σε διώξω εγώ όταν έρθει η ώρα. Μη μου χαλάς το χατίρι, όχι τώρα που αποφάσισα πως θα σε αφήσω να μείνεις λίγο ακόμη. 
Θες να μάθεις που είμαι χαμένη λοιπόν; Τι; Πως το ξέρω; Αφού σε βλέπω να βάζεις κι άλλο ποτό.
Είμαι χαμένη που λες, μέσα σε κάτι παλιούς δίσκους από βινύλιο που λατρεύω να μυρίζω. Η οσμή τους φέρνει θύμηση παλιάς εποχής, ίσως και πιο αγνής από τη δική μας. Χαμένη κάπου ανάμεσα στο ξεχασμένο, επαγγελματικό πικάπ του σαλονιού που παραμένει αχρησιμοποίητο για χρόνια και στον ήχο της βελόνας πάνω στο δίσκο. 
Οι δρόμοι που πήρα είναι κάτι ανούσια βογγητά και κάτι « μη μου μιλάς ρε φίλε, το ταβάνι είναι πιο ενδιαφέρον.» που ξεφούρνισα για να καταστρέψω κάθε πιθανό είδος ευάλωτου συναισθήματος που έτρεφε το πρόσωπο για μένα. Ο «έτσι» που λες, ακόμα τριγυρνά στο μυαλό μου. Κάποιος θα ήθελα να του πει πως ήταν υποψήφιο θύμα, πως ήταν πείραμα, μέχρι που παραλίγο να τον ερωτευτώ και αποφάσισα να την κάνω με ελαφρά για να μη χρειαστεί να δω τον εαυτό μου να χάνει στο ίδιο του το παιχνίδι. 
Είμαι χαμένη λοιπόν σε κάτι ξύδια που κατέβασα μοναχή γιατί δεν ήταν εδώ εκείνος που χρειαζόμουν και σε κάτι τζούρες τσιγάρου που μου έκαψαν τα σωθικά γιατί δε γίνεται να συνδυάσεις λυγμούς με καπνό. 
Έχω ξεχαστεί σε μια ταράτσα με τραπεζάκι μια σιδερώστρα και κάτι μοχίτο που ήπια με τις κολλητές μου. Σε κάτι φράσεις αστείες που πονούσε το στομάχι μου από τα γέλια και σε κάτι « πότε γυρνάς;» που έφτυσα την καρδιά μου μαζί τους. 
Χάθηκα βλέπεις γιατί ο κόσμος δε με χωρούσε και τα καλούπια δεν ήταν ποτέ αρκετά για να με συνεφέρουν. Χάθηκα για να βρω εγώ τον εαυτό μου και άφησα τους άλλους να ψάχνουν τα κομμάτια μου. Μα τα πήρα όλα μαζί μου βλέπεις, τίποτα δεν τους άφησα. 
Τίποτα και για κανέναν. Μόνο για μένα, μόνο για σένα, μόνο για εκείνον. Μόνο για αυτούς μου με βλέπουν όπως βλέπω εγώ τον εαυτό μου και κατάφεραν να με κρατήσουν δίπλα τους. 
Αστραπή είμαι ρε μωρό, τι δεν καταλαβαίνεις; Αστραπή.
Όσο γρήγορα χτυπήσω, τόσο γρήγορα θα λάμψω και θα φύγω. Η κεραυνός. Δε ξέρω ποιο από τα δύο περιέγραψα μόλις αλλά ξέρεις πως αυτό είμαι. 
Δεν κρατάω για πολύ, δεν είμαι για πολύ. 

Αν δεν μπορείς να κάνεις την ίδια ταλάντωση στο χώρο με μένα, αν δεν μπορείς να ακολουθήσεις το ταγνκό που επέλεξα να χορεύω μια ζωή δεν έχεις θέση στην πίστα μου. 
Τώρα, άσε το ποτήρι κάτω και πάρε τα παπούτσια σου. Θέλω να φύγεις. 
Γιατί; Ήταν η συμφωνία μας. Εγώ θα σου πω και εσύ θα φύγεις. Δεν θες; Δε με νοιάζει. 
Γιατί τις συμφωνίες που έκλεινα πάντοτε τις κρατούσα κι ας ήταν η αποψινή με το τέρας που φοβόμουν όταν ήμουν μικρή.


Muse

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Παρανάλωμα στον απόηχο του αύριο.

Μας το έμαθαν στο σχολείο και εμείς το κατεβάσαμε αμάσητο δίχως αμφισβήτηση. Επιλέξαμε τη μοίρα που κάποιος άλλος μας πάσαρε, μας χρύσωσε το χάπι βλέπεις κι εμείς, όντας σε μικρή ηλικία το κατάπιαμε δίχως καν να ψάξουμε το παραμικρό, την οποιαδήποτε εξήγηση.
Θυμάμαι τότε ακόμη στα θρανία να αναρωτιέμαι πως γεννιόμαστε αμαρτωλοί και για ποιο λόγο. Κι έτσι, έμαθα πως αμάρτησα πριν καν γνωρίσω την έννοια της λέξης.

Γεννηθήκαμε ήδη αμαρτωλοί.

Ντυμένοι με λογιών- λογιών αμαρτίες να βαραίνουν τη φιγούρα μας, πορευόμαστε σε ένα δρόμο με τα πόδια μας γυμνά, πατώντας σε λεπίδες. Με το αίμα που κυλά σε αφθονία, τραβάμε γραμμές στους τοίχους της αποφυλάκισης μας ελπίζοντας σε μια ευκαιρία παραπάνω.
Σε κάτι φωτεινό. Σε κάτι «δεύτερο» μιας και η πρωτιά δε μας πήγαινε ποτέ, μιας και την πρώτη μας την ευκαιρία τη χαραμίσαμε σε πρόβες, όντας σίγουροι για το μετά.

Κάθε βήμα και μια γραμμή στο τσιμέντο που μας περιβάλλει, που μας χωρίζει από ότι καταφέραμε να αγαπήσουμε.

Κάθε βήμα και μια στιγμή πιο κοντά στο τέλος.

Η κάθε μέρα μας περνά, βασισμένη σε μια σταθερά- το πέρας. Του χρόνου, των στιγμών, του πόνου, της θλίψης. Να περάσει κι αυτή η μέρα, να περάσει κι ακόμη μια νύχτα, κι ακόμη μια χαρά και μια λύπη παραπάνω να περάσει θέλουμε.

Τις μέρες μας πάψαμε να τις ζούμε μα μάθαμε να τις σπρώχνουμε να φύγουν πιο γρήγορα, μακριά μας. Να επιβιώσουμε μια ακόμη μέρα, μια ακόμη ζωή για να φύγουμε λίγο πιο γρήγορα.

Κι ας ήμασταν ήδη νεκροί.

Και αν ρωτάς γιατί οι αμαρτίες μας θαρρώ πως είναι άμεσα συνδεδεμένες με το χρόνο που αφήνουμε να περνά σαν να τον έχουμε άπλετο, είναι γιατί τι πιο άτιμο από το να πιστεύεις ενδόμυχα πως θα ζήσεις για πάντα; Πως θα έχεις λίγο ακόμη χρόνο για το «σ’αγαπώ» που ήθελες να πεις μα ποτέ δε βρήκες το θάρρος, για το «άντε στο διάολο» που κρατήθηκες και δε ξεστόμησες…για σένα, που πέρασαν τα χρόνια κι αντί να ωριμάσεις- γέρασες.

Αμαρτωλή λοιπόν η ζωή μας, η επιβίωση μας γιατί ξεχάσαμε να ζούμε.
Σε ένα κόσμο που τα ρολόγια τρέχουν πιο γρήγορα κι από το φως που δίνει λάμψη στις σκοτεινές μας πτυχές, μάθαμε να ερμηνεύουμε το τικ-τακ ως κάτι απόλυτο. Μάθαμε να το ερμηνεύουμε ως το ιδανικό μας , το είδωλο μας. Και ξεχάσαμε βλέπεις πως ίσως αυτό το πολυπόθητο «αύριο» να μην έρθει ποτέ.

Ζήσαμε σε κουτάκια, υψώσαμε τείχη κι αρνηθήκαμε να αφήσουμε τον οποιοδήποτε να παραβεί τους δικούς μας προσωπικούς κανόνες.
 Θέλαμε απλά να περάσει η μπόρα και ξεχάσαμε να χορέψουμε αγκαλιασμένοι στη βροχή. Ίσως γι αυτό πια να μισώ τα γενέθλια, γιατί κάθε χρόνος που περνά σηματοδοτεί ένα χρόνο πιο κοντά σε αυτό που μοιάζει με το τέλος.

Ένα τέλος πολυπόθητο, μιας και καρδιά μου ξέχασες πως δε μετρά ο προορισμός μα το ταξίδι. Άφησες καρδιά μου το μυαλό να πάρει τα ηνία και εκεί που χάραζες στους τοίχους τις μέρες της αποφυλάκισης σου, παράτησες την ελπίδα.

Μα να σου θυμίσω καρδιά μου, πως τελευταία φορά που διακόσμησες το κουτί σου , έβαλες στον ένα τοίχο τις λύπες και τα δάκρυα, την πικρία και ότι καθημερινά σε χαλούσε. Στον δεύτερο τοίχο έβαλες τις χαρές και τους έρωτες, τους χορούς και τα γέλια, τα ποτά και τα ξύδια. Στον τρίτο τις στιγμές, τις αγκαλιές και τα χαμόγελα. Στον τέταρτο έβαλες εσένα, να κοιτά τους τοίχους της ψυχής που τόλμησες να οριοθετήσεις.

Ξέρεις όμως τι είχες αποφασίσει; Αρκετά πια η φυλακή που έπλασες για σένα και τα όνειρα σου. Πήρες εκρηκτικά φτιαγμένα με χαρά και γέλια, τα τοποθέτησες φρόνιμα στον πρώτο τοίχο που σου χαλούσε τη διακόσμηση και τίναξες στον αέρα ότι σε πλήγωνε, για να μην καταλήξεις να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα σε κάποιο παγωμένο άσυλο.

Κι εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε αύριο. Ούτε μετά. Υπήρχε το τώρα. Κι ας χάραζες δρόμους με αμαρτίες για ακόμη μια φορά. Ήξερες μοναχά πως στο τέλος του δρόμου θα είχες χτίσει κάτι. Οτιδήποτε.

Βούτηξες μέσα στις λάσπες που γέμιζαν την ψυχή σου και βρήκες εσένα.

Κι ας ήμασταν ήδη νεκροί. Πεθάναμε προσπαθώντας να αναγεννηθούμε.

Και τα καταφέραμε.

Τα καταφέραμε, σωστά;


Muse

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Κάνε τη ρουτίνα μου δική σου, σπάζοντας την.

Ζω γι’αυτό το «θέλω να σε δω» που θα σου πω και αυτό το «ντύσου, έρχομαι.» που θα μου απαντήσεις.
Γι αυτή την πολυπόθητη αδρεναλίνη που λες πως ζεις και πεθαίνεις μα ποτέ δε σε είδα να σπας το καλούπι και εγώ τα μέτρια μωρό μου δε τα μπορώ.
«Μην πιούμε πολύ σήμερα.» Όχι αγάπη μου, ή θα πιούμε μέχρι να μη μπορώ να σταθώ ή δε θα πιούμε καθόλου.
«Με ρέγουλα τις τρέλες.» Όχι μωρό μου, ή που θα παρανομήσουμε μέχρι να σε παρακαλάω να με πας σπίτι και να μου σκίσεις τα ρούχα πάνω στις αμαρτίες μας, ή που θα μείνεις σπίτι να γράψεις στίχους.
Σου είπα, τα μέτρια δεν τα γουστάρω και κοίταξες τον καφέ μου με μια απορία στο βλέμμα που με έκανε να θέλω να στον φτύσω στα μούτρα. Το μόνο μέτριο στη ζωή μου είναι ο καφές μου, όχι ο άντρας μου.
Σου έδωσα μια επιλογή, σου άνοιξα διάπλατα το βιβλίο της καρδιάς μου και σου χάρισα μια πένα δίχως μελάνι να αφήσεις το όνομα σου πάνω του. Και με κοίταξες με την ίδια απορία.
Στις καρδιές μωρό μου δε γράφουμε, στις καρδιές χαράζουμε ονόματα, αφήνουμε το αίμα να τρέξει και έπειτα με κάθε βήμα νιώθουμε την πληγή να ανοίγει λίγο περισσότερο.
Κι όταν δείλιασες το όνομα το χάραξα εγώ, τόσο βαθιά και με τόσο μεγάλα γράμματα που άλλο, δε χωρούσε. Και τα άπλωσα να έχουν χώρο ανάμεσα τους να είναι άνετα. Και έκανα στην άκρη επιθυμίες να είσαι άνετα εσύ μέσα σε αυτές. Και τέντωσα τα χέρια μου να είσαι άνετα μέσα στην αγκαλιά μου. Τόσο άνετα, όσο άβολα νιώθω εγώ στη δική σου κάθε φορά που με κρατάς.
Όχι μη. Μη φρικάρεις.
Να μη μπορώ να αναπνεύσω με κάνεις, να ασφυκτιώ να θέλω να τρέξω μακριά από την μοναδική αγκαλιά που κούμπωσα πραγματικά. Από τις αγκαλιές που λατρεύω και καρτερώ καθημερινά. Τέτοια είναι η αγκαλιά σου.
Η δόση μου είσαι μωρό μου.
Και σου το είπα, ζω για αυτό το γαμημένο « ντύσου, έρχομαι.» που περιμένω χρόνια να μου πεις. Γι αυτό το ρίσκο που θα πάρεις, για τις δουλειές που θα παρατήσεις για να μου δώσεις ένα από τα φιλιά σου που λατρεύω. Για αυτό το ηλίθιο χαμόγελο που θα σου ρίξω όταν σε βρω μπροστά μου και για τα γέλια που θα κοροϊδέψεις γιατί ακούγονται σαν πεντάχρονου κοριτσιού.
Έτρεξες μοναχά να με βρεις όταν χανόμουν, όταν έτρεχα μακριά σου και βρήκες πάτημα σε περιγραφές της γειτονιάς μου για να βρεις το δρόμο σου σε μένα.
Και τώρα χάνομαι μωρό μου, τώρα σε θέλω εδώ. Μείνε πέντε λεπτά κι ύστερα φεύγεις. Ύστερα γύρνα στη ρουτίνα σου αλλά κάνε μια από τις τρέλες που λατρεύω σε εσένα.
Κι άσε με μετά να σε βρίσω που μου χάλασες τη ρουτίνα και τον ειρμό. Ξέρεις πως δεν τα εννοώ.
Πάρε τα πόδια σου κι έλα. Μια ώρα δρόμος θα είναι στο υπόσχομαι μα θα σώσεις πολλά περισσότερα από το χρόνο σου απλά.
Απείλησε με ξανά και ξανά πως θα έρθεις και δεν θα υπολογίσεις τίποτα. Κανένα κανόνα. Τέτοια θέλω να είναι η αγάπη μας, αφού το βλέπω στα μάτια σου κάθε φορά που με αγγίζεις.
Αρπακτικό είσαι και κρατιέσαι από φόβο. Από τα αρπακτικά που σε κάνουν δικό τους με τρόπο μοναδικό. Όχι από αυτά τα άλλα, που κατατρώνε τη ψυχή σου.
Κουφάρι στα χέρια σου δε θα μείνω ποτέ μωρό μου, με γεμίζεις με τρόπο μαγικό.
Την τρέλα μου μόνο μην μου παίρνεις μακριά.



Muse