Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Παντού μιζέρια.

«Όχι ρε το μπουρδέλο, όχι ρε γαμώ την πουτάνα μου- πάει τελείωσε!»
Άκουσα ένα τύπο τις προάλλες, δεν θα ήταν πάνω από τριάντα ετών, να φωνάζει απεγνωσμένα πίσω από το τελευταίο λεωφορείο. Ο οδηγός απλά κοίταξε από τον καθρέφτη, άφησε ένα μικρό γελάκι αποδοκιμασίας να ξεφύγει από τα χείλη του κι έπειτα γύρισε μπροστά και συνέχισε να οδηγάει δίχως να νοιάζεται για τον κύριο που μόλις άφησε μοναχό του στην ερημιά ακριβώς την ώρα που το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα.  

« Φτάνουμε;» Είχε ρωτήσει μια μαυρομάλλα κοπέλα με γαλάζια μάτια στο χρώμα του ανοιξιάτικου ουρανού έναν οδηγό κάποια στιγμή και εκείνος αντί να της πει ότι εδώ κατεβαίνει, την άφησε να συλλογίζεται μοναχή της το που πρέπει να κατεβεί από το όχημα. Κατεβαίνοντας λοιπόν από το λεωφορείο στις δέκα το βράδυ, πέρασε μπροστά από μια εκκλησία αγκαζέ με τη συμφοιτήτρια της προσπαθώντας να βρει το δρόμο. Αμάξια πολλά, σοκάκια, αδέσποτα πλάσματα να περιφέρονται άσκοπα και αβοήθητα στην άσφαλτο και κουφάρια παλαιών φίλων αυτών τον αδέσποτων να κείτονται νεκρά στην άκρη του πεζοδρομίου. Μια εικόνα όχι τόσο τραγική όσο τυχαίνει να την περιγράφω αλλά εξίσου μίζερη με την αμαρτία που  πλανιόταν στον αέρα εκείνης της βραδιάς. Εκείνης της νύχτας που ο οδηγός αποφάσισε να το παίξει βαριεστημένος στο τέλος της βάρδιας και να αφήσει δύο κορίτσια μόνα τους σε δρόμους σκοτεινούς με τη μαγεία και την κακία της νύχτας να τυλίγεται γύρω τους, τόσο σφιχτά σαν βόας.

« Φίλε δεν έχω τόσα λεφτά…σε παρακαλώ κάνε κάτι!»
Είπε ένα εξαρτημένο 17χρονο παλικάρι στο βαποράκι του καθώς το παρακαλούσε για μία δόση. Ίσως και την τελευταία του από τη στιγμή που την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο ο πατέρας του, χτυπούσε τη μάνα του πιτσιρικά μέχρι θανάτου κι έπειτα έβαλε την κάνη της κυνηγητικής του καραμπίνας στο στόμα του και τράβηξε την σκανδάλη τινάζοντας τα μυαλά του στον αέρα, στην κυριολεξία.

« Ρε μαλάκα, τι γράφω- οι τύποι θα με περάσουν για τρελή.»
Ψιθύρισε μια κοπέλα μπροστά από ένα υπολογιστή με τα μάτια της καρφωμένα στην οθόνη και τα δάχτυλα της να χτυπούν εξουθενωμένα τα πλήκτρα. Με ένα συγκεκριμένο κομμάτι κουμπωμένο στο repeat και τα γόνατα της κολλημένα στο στέρνο της, ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει την ζεστασιά του καλοκαιριού, να τη νιώσει στο ίδιο της το σώμα.

Κι αν σου φαίνεται τρελό, σφίγγω τις γροθιές μου σαν τον τύπο που έχασε το λεωφορείο, τρέμω σαν τις κοπέλες που κατέβηκαν σε λάθος στάση σε μία απολύτως άγνωστη περιοχή, σπαρταράω σαν το πρεζόνι που δεν έχει λεφτά να πάρει τη δόση του και πονάω σα τη μάνα που ξέρει ότι φεύγοντας από αυτό τον κόσμο θα αφήσει το παιδί της στα σκατά, τα χάνω σαν τον πατέρα που σκοτώνει κι αυτοκτονεί, πεισμώνω σαν την κοπέλα μπροστά από τον υπολογιστή που μάταια προσπαθεί να αλλάξει κάτι σε αυτό τον κόσμο, μέσω λέξεων.


Κι αν σου φαίνεται περίεργο το πόση μιζέρια κυκλοφορεί στον έξω κόσμο, για κοίτα μέσα στα σπλάχνα σου, πόση κακία βρίσκεις εκεί μέσα;  


A muse

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου