Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

Δίχως ροή μα με στίχους και όνειρα.

«Τη ζωή μας δεν την άγγιξε ποτέ καμιά καριόλα.» παίζει στα ηχεία και εγώ προσπαθώ να πιω μια λεμονίτα που την ξέχασα στην κατάψυξη για πάνω από μισή ώρα και έχω καταλήξει να γλύφω τον πάγο ελπίζοντας πως θα λιώσει λίγο πιο γρήγορα.
Να μωρέ, όπως λιώνω και εγώ όταν νιώθω το βλέμμα σου να με σαρώνει. 

Και έπειτα θυμάμαι τον στίχο…αυτόν το γαμημένο στίχο.
"Τη ζωή μας δεν την άγγιξε ποτέ καμιά καριόλα."
Και μετά: « όλα για το τζόγο και όλα για μία γυναίκα.»
Καριόλες γυναίκες υπάρχουν πολλές. Γυναίκες γενικά και αόριστα, εξίσου πολλές.

Με βρίσκω και με χάνω κάπου στο νέο μου δωμάτιο με τα πόδια λυγισμένα πάνω στο γραφείο και τα δάχτυλα μου να στριφογυρνούν ένα αναμμένο τσιγάρο ρισκάροντας να καώ. Μα πάντα έτσι ζούσα.
«Η κόλαση για μας, εδάφη πάτρια.» Φράση ζωής, πήγα και ήρθα, με βρήκα και με έχασα ανάμεσα σε πτώματα, ανάμεσα σε λανθασμένα βογγητά και σε λανθάνουσες υποσχέσεις εαυτού.

Και κάπου στο στενό «τζούρα», λεωφόρο  «ρισκάρω να καώ» και στις συνοικίες των συνομιλιών με γέλια και δάκρυα, στη λεμονίτα που αρνείται να λιώσει και στα τραγούδια που αγγίζουν πτυχές της ψυχής μου που προσπαθώ να κρατήσω κρυφές, φευγαλέα η σκέψη ενός αγνώστου περνά από το μυαλό μου.
Κι ακροβατώ. Ακροβατώ μεταξύ παράνοιας και λάθους. Γιατί έτσι μοιάζει η ζωή στα δικά μου μάτια κι ας μη το γουστάρεις. Παρανοϊκή και αλλόφρων είμαι, άγνωστε.
Παρανοϊκή και αλλόφρων που τολμώ να σκεφτώ τα μάτια σου τη στιγμή που ανοίγεις ένα χαρτί σε ένα ξεχασμένο από το Θεό υπόγειο και αιμορραγείς λέξεις που τολμούν να με αγγίξουν έστω και στο ελάχιστο.
Και σε ρωτώ, ποιος νομίζεις ότι είσαι και τρυπώνεις έτσι στις σκέψεις μου δημιουργώντας μου ερωτήματα περί ζωής που αποφεύγω από τη γέννα;
Τη ζωή μας δεν την άγγιξε ποτέ καμιά καριόλα ψιθυρίζεις και εγώ αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι αν το καριολίκι το έχουμε όλες στο αίμα μας και απέφυγες όπως ο Διάολος το λιβάνι να ερωτευτείς γενικά ή αν υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις και εξαιρέσεις που αυτές απέφευγες. Και αν ναι, είμαι μια από αυτές;
Όχι, όχι από αυτές που απέφευγες. Από αυτές που πλημμυρίζεται η ζωή τους από επιλογές που στα μάτια των άλλων φαντάζουν λανθασμένες σε βαθμό υπέρμετρο. Σε βαθμό αμέτρητο.
Μα τι λέω, σκεπτόμενη πως δαύτα ίσως τα διαβάσεις και το παραλήρημα μου πάρει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια σου. Και αν πίσω από αυτές τις λέξεις κρύβεται μια ψυχή, πιο αγνή και πιο αληθινή από τώρα δε θα με βρεις.
Εκτός και αν σε κάποια παραλία με πετύχεις με τις μπύρες και τα τσιγάρα μου να ζωγραφίζω γλάρους προσπαθώντας να γράψω ένα κείμενο αληθινό.
Μα απόψε άκου και τούτο: δε ξέρω αν ζω ή αν πέθανα σε μια από τις τρέλες μου. Μα όποιο και να γήνικε όταν με έβρισκε ο παραλογισμός μου, έμενα ατάραχη, χωρίς φόβο. Μοναχά με πάθος προχωρούσα, μοναχά με πάθος προχωρώ.
Ειδικά σε στιγμές που η ροή μου χάνεται και κείμενα σαν και τούτο δω ξεχύνονται στο χαρτί. Κι αν νόμιζες πως θα σε εκθειάσω, δεν θα το κάνω. Άνθρωπος είσαι κι άνθρωπος είμαι. Με εμπειρίες και λάθη, με έρωτες και πάθη, με γνωστούς και αγνώστους και ένας από αυτούς είμαι κι εγώ.
Καθισμένη σε μια καρέκλα με τα μάτια μισόκλειστα και το φώς του υπολογιστή να υπερτερεί κάθε άλλου.

Και έχασα και πάλι τη ροή μου. Και εκείνη που ξέρει τι γράφω και πως γράφω θα ξεφουρνίσει λόγια για να βρω και πάλι τον ειρμό μου μα θα ξέρει. Τέτοιες λέξεις, με τέτοια σειρά, βγαίνουν μοναχά όταν πρέπει.
Παρανοϊκοί σαν και με, θα νιώσουν. Καν αν νιώσεις, καλώς. Αν όχι… δεν υπάρχει όχι. 

Ξέρω πως θα νιώσεις.
Τι απέφευγες και που κατέληγες όμως; «Δεν μας φοβίζει τίποτα πια και κανείς.» αφουγκράζομαι και χαλαρώνω για μια στιγμή. Γιατί ξέρω, ξέρω σου λέω και ας μην το δείχνω.
Κοιτάζω τα μάτια του και αναρωτιέμαι τη ζωή. Την πιάνω και την ερωτώ: «Γιατί, μωρή; Γιατί!» και εκείνη, εκείνη κλείνει τα χείλη και απαντά με τη σιωπή της. Σιωπή που ξέρω πως θα μετανιώσω, σιωπή.
Και το τραγούδι σου να παίζει ακόμα. Και με κάθε στίχο, καινούριες ροές, καινούριες ιστορίες που μπλέκονται και χτίζονται στο μυαλό μου μα συνεχίζω να αναρωτιέμαι: ερωτεύτηκες ή έτρεξες;
Και όταν ερωτεύτηκες, έτρεξες ή έμεινες;
Είσαι τόσο αληθινός όσο εύχομαι να είσαι;
Κι ακούγοντας το τραγούδι κάποιου αγνώστου, άγνωστε, σκέφτομαι εσένα. Εσένα που εύχομαι να μη σε μάθω ποτέ, για να θέλω πάντοτε να σε γνωρίσω καλύτερα και κάθε μέρα στο πλάι σου, να προσπαθώ να διαβάσω κάθε σελίδα σου σα να έχω μονάχα μια ευκαιρία.



Muse

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου