Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Φιγούρα και αμαρτία, χορός και χώρος για λίγους.

Πανέμορφο το πώς αλλάζουν οι καιροί μας, μάτια μου.

Το πώς και το πότε οι πικρές μας αλήθειες γήνικαν τα γλυκόπιοτα μας ψέματα, κι εμείς σαν άποροι επαίτες συναισθημάτων, ξαπλώσαμε πάνω σε δαύτα και κάναμε έρωτα.

Σε θυμάμαι να μου λες, πόσο όμορφο για σένα θαρρείς πως είναι το Τανγκό. Πως το πάθος κυριαρχεί κι ας πρέπει τα βλέμματα να αποφεύγουν το ένα το άλλο. Θυμάμαι που χορεύαμε κι είχες τα μάτια σου κλειστά και σαν από θαύμα, η όψη σου γαλήνευε όπως παλιά, τότε που η αγκαλιά μου ήταν το καταφύγιο των δαιμόνων σου. Κι έκλεινες τα μάτια, σήκωνες το γιακά και η μορφή σου στροβιλιζόταν με τη δική μου σε ρυθμούς αργούς μα μανιασμένους.

Έμπλεκες τη ζωή σου με τη δική μου καθώς χορεύαμε κι ακόμη περισσότερες μέρες περνούσαν, τα πόδια μου μάτωναν σε κάθε στροφή και σε κάθε φιγούρα και αρνιόμουν να αφήσω το χορό μας να τελειώσει. Μέχρι που το φως έσβησε και έβλεπα μοναχά τα μάτια σου. Μαζί του, έσβηνα κι εγώ σε ένα χορό που τρεφόταν με τα σωθικά μου.

Παράσιτο ήσουν μάτια μου.

Τρεφόσουν από μένα με κάθε πόνο και κάθε δάκρυ εσύ με έσπρωχνες σε ότι με καταρράκωνε.

«Το κάνει για να ξεπεράσω τους φόβους μου.» Ψιθύριζα όσο τα νύχια σου σημάδευαν την πλάτη μου κι εγώ σαν εξαρτημένη κρατιόμουν πιο γερά πάνω σου, μην τυχόν και χάσω τα βήματα δίχως να βλέπω πως με κάθε χορογραφία σημείωνα και καινούρια σημάδια.

Έκανες ένα βήμα μπροστά και παρέμενα στάσιμη, πεπεισμένη πως εσύ θα ήσουν εκείνος που πάνω στη φιγούρα θα δείλιαζε, πως για μια μοναδική φορά τα ηνία θα ήταν στα δικά μου χέρια.

Μα τα χέρια σου έσφιγγαν τη μέση μου και ασφυκτιούσα. Περίμενα να με έπιανες όταν θα σκόνταφτα μα πάντα ήσουν εκείνος που μου έβαζε τρικλοποδιά. Έτσι λοιπόν έκανες το αδιανόητο: γυρνούσες μισό βήμα και έβρισκα τον εαυτό μου να αιωρείται πάνω από το χέρι σου, με τις μπούκλες να χαϊδεύουν απαλά το πάτωμα και το πρόσωπο σου βυθισμένο στο στέρνο μου.
Ως λύκος, τραβούσες τζούρες μυρωδιάς από το θήραμα σου.

Μαζί σου η ζωή ήταν βουτηγμένη στην αμαρτία και στον κίνδυνο. Μα ο χορός μας ήταν τόσο παθιασμένος, που χόρευα με τέτοια μανία που μου τσάκιζε τα κόκκαλα. Ένα βήμα μπρος και δύο πίσω για να σε φτάσω. Μέχρι που παραδόθηκα και έπαψα πια να ψάχνω τρόπους για να ξεφύγω.

Ένας χορός δαιμονικός με θεατές τα λάθη και τα πάθη μας, χτυπούσαν κι αυτά τα χέρια και ζητωκραύγαζαν βλέποντας τη ψυχή μου να απομακρύνεται. Κι όταν πια η ουσία μου έσβησε στα χέρια σου, στην τελευταία μας φιγούρα δεν με επανέφερες στα πόδια μου.

Με άφησες.

Ο τελευταίος ήχος που ακούστηκε από την διεστραμμένη μας παράσταση ήταν του σώματος μου. Καθώς γκρεμιζόμουν μαζί με όσα όνειρα είχα καταφέρει να κρατήσω ανέπαφα, σε είδα να με κοιτάς με ύφος βλοσυρό και αντί για λόγια αγάπης, ξέρασες ερπετά που φώναζαν:

«Ήξερες πως χόρευες με το Διάβολο.»

Πως λοιπόν περίμενες να τα καταφέρεις εαυτέ μου; Μα ένα μόνο ξέρω…

« Και κοιταζόμαστε στα μάτια πια και δε μιλώ. Και σου έχω αφήσει τη ψυχή μου για ένα ακόμη χορό.»

Ή τουλάχιστον, ότι απέμεινε από αυτή.


Muse

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου