Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Τσιγάρο, ουίσκι και...πάμε πάλι.


Ξεκινάς την ίδια λούπα ακούγοντας ξανά το πρώτο « μείνε λίγο ακόμα» μετά από καιρό. Σηκώνεσαι από έναν καναπέ που δεν ήταν και δε θα γίνει ποτέ δικός σου και καταστρέφεις κάθε πιθανότητα περνώντας τα χέρια σου μέσα από τα μανίκια ενός παλτού που κι αυτό, σαν όλα τα άλλα, δε σου ανήκει. Συνειδητοποιείς λοιπόν ότι δε σου ανήκει τίποτα που ίσως κάποτε αποκάλεσες δικό σου. Και τα πράγματα είναι απλά εσύ τα δυσκολεύεις μέσα στο στενό σου μυαλό που αρνείται να παραδεχτεί τα καθημερινά σου λάθη και κρύβεται πίσω από μια φράση που αποκαλεί «φράση ζωής». Τα πράγματα που λες, είναι απλά: αν κάτι δεν είναι δικό σου, τότε είναι κάποιου άλλου. Έτσι κι εσένα η θέση σου είναι κάπου αλλού. 

Καθημερινά επαναλαμβάνεις τις ίδιες φράσεις που γνωρίζεις ήδη ότι δε θα ακολουθήσεις, δίνεις τις ίδιες υποσχέσεις εαυτού που τις πατάς με το που σε αγκαλιάσει η νύχτα. Και είναι τόσο γλυκιά η ρουφιάνα, που καταφέρνεις να κρύψεις μέσα της ό,τι το επόμενο πρωί θα σου θυμίζει πως τα «ποτέ ξανά» σου έγιναν «πάμε πάλι». Κάθε βράδυ λοιπόν, ξύνεις πληγές. Μπήγεις τα νύχια σου στο δέρμα σου και γδέρνεις όσο πιο βαθιά γίνεται. Το αποκαλείς έμπνευση, το αποκαλώ μανία. Μανία. Ασθένεια που σε τρώει εσωτερικά μαζί με όλα όσα έχεις πει χίλιες φορές μπας και τα εμπεδώσεις αλλά δε σε βγάζει πουθενά. 
Λες ότι είσαι καλά και χαμογελάς μα για μια ακόμη φορά γνωρίζεις ότι σε ενοχλούν όλα αυτά που ήθελες να πεις αλλά κρατήθηκες γιατί το πρόσωπο θα έκανε κατοστάρι από το φόβο. Τον λες «χέστη» και κουνάς το κεφάλι. Πόσο θα ήθελες να γυρίσεις το χρόνο πίσω. Να πάρεις πίσω όλα όσα έκανες ή είπες και μόλις νιώσεις έτοιμος να πεις «πάμε πάλι». Κλασσικά. Πάμε. Πάλι. 
Λες και την πρώτη φορά δεν ήταν αρκετός ο πόνος, λες και την πρώτη φορά δε το ανάλυσες αρκετά, δεν το ξεψάχνισες αρκετά, λες και την πρώτη φορά η ψυχή σου δεν ούρλιαζε πίσω από τα κάγκελα της λογικής να βγει προς τα έξω έστω για λίγο. Χαράζεις μέρες και νύχτες που η ψυχή δεν είδε φως και γελάς ξανά και ξανά με μια υστερία που φαντάζει τραγική στα μάτια εκείνων που σε ξέρουν. Τους κοιτάς και λες «καλά είμαι. Αλήθεια.» και αυτή η αλήθεια που πιέζεις τον εαυτό σου να χάψει, φαντάζει κι αυτή τραγική.

Τραγική και γελοία, μαζί με μυρωδιές που κόλλησαν στο μυαλό σου, μαζί με αγκαλιές που σε γέμιζαν, μαζί με τραγούδια που υπήρξαν η σπίθα της φωτιάς που φουντώνει με τον καιρό μέσα σου. Και τρελαίνεσαι. 

Τρελαίνεσαι και χάνεις τα λογικά σου για κάτι που ποτέ δεν υπήρξε δικό σου. Ούτε καν τη στιγμή που σου φώναζε πως σου ανήκει.

Κι έχεις τη μία κυνική και την άλλη κυκλοθυμική και κάθεσαι στη μέση επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια σα δίσκος που κόλλησε στον μοναδικό στίχο που μισείς. Βλέπεις, είναι δύσκολο να βρίσκεις συνεχώς διαφορετικές λέξεις για να πεις το ίδιο ακριβώς πράγμα και φοβάσαι πως τα μισά της ψυχής σου που σε κάνουν να νιώθεις ολόκληρος άνθρωπος, θα σε βαρεθούν μαζί με την ίδια τη λούπα στην οποία έπεσες για ακόμη μία φορά. Μα είπαμε… 

Όταν ξύνεις τις ίδιες πληγές κάθε βράδυ κάποια στιγμή θα αφήσουν σημάδια. Κάποια στιγμή το φως θα σβήσει είτε το θέλεις είτε όχι. Οπότε από επιλογή, πατάς το διακόπτη και βυθίζεσαι στο μοναδικό σκοτάδι που σε έκανε να νιώσεις άνετα. Λίγες φλόγες και θράκα, λίγο ουίσκι, μια κουβέρτα και ένας καναπές. Δυο μάτια και μια μυρωδιά που φαντάζει οικεία. Τα τσιγάρα σου, ο χθεσινός καφές, τα ρούχα σου πεταμένα στο πάτωμα. Απόψε θα κοιμηθείς αγκαλιά με όσες λανθασμένες επιλογές έκανες για να έρθεις εδώ που είσαι. 
Μέχρι που θα ξυπνήσεις με ένα κεφάλι καζάνι και δυο μάτια πρησμένα και θα καταλάβεις πως έχεις περάσει είκοσι και βάλε χρόνια ζώντας στο παρελθόν γιατί μοναχά εκεί ένιωσες πως ανήκεις. Βαθιά ανάσα και… «πάμε πάλι».

Μια κυνική, ένα κραγιόν και μια με τις κυκλοθυμίες της. Στη λένε συνεχώς για τη λούπα σου κι εσύ χαμογελάς γνωρίζοντας πως δε θα βγεις από αυτό εδώ το χαντάκι σύντομα. 

Πάμε πάλι, λοιπόν. Μπήγεις τα νύχια και πιέζεις. Γραπώνεσαι με όλο σου το είναι από κάτι ξύδια προσπαθώντας να βρεις αυτή την οικεία μυρωδιά και γελοιοποιείς τον εαυτό σου μιλώντας για κόψιμο καφέ και ο μπάρμαν μαζί με τη κυνική γελάνε. Ξέρουν ότι το πρωί θα ήθελες πολύ να ξυπνήσεις με μια διάθεση « στο διάολο όλα» μα η κυκλοθυμική ξέρει καλύτερα όπως και να έχει. Δεν είναι εύκολο. Δε σου ήταν ποτέ εύκολο. Δε θες να γίνει εύκολο.

Φτάνει για απόψε Πανδώρα. Μπες κι εσύ μέσα στο κουτί σου και τα ξαναλέμε από αύριο βράδυ. Ίδιο σημείο, ίδια ώρα. Εκεί που θα περιμένω τις αμαρτίες μου να με συγχωρέσουν για την παρόρμηση μιας στιγμής που δε γνώριζα τι ήθελα από τον εαυτό μου. 

Και είναι κι αυτό το στοιχείο της παρόρμησης του χαρακτήρα μου ρε γαμώτο, που τις σωστές επιλογές τις μετατρέπει αυτόματα σε λάθη. 

 
Muse

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου