Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Εκείνη.

Φίλε βάλε ποτό και κάτσε να σου πω τι έγινε. Μη γελάσεις, αλλά πρώτη φορά παρατηρώ άνθρωπο τόσο έντονα.

Καθόταν στη γωνία του μπαρ με μια βότκα και ένα σημειωματάριο τελευταία φορά που την είδα. Δε ξέρω τι με τράβηξε σε εκείνη μα κάτι στα μάτια της μου έλεγε πως χρειαζόταν κουβέντα και κάποιον να της δώσει προσοχή για να την βγάλει από τις σκέψεις της.

Την έβλεπα συχνά, δε ξέρω αν δούλευε ή αν απλά σύχναζε εκεί μα ήταν πάντα με διαφορετική παρέα. Ένα στάνταρ άτομο, κολλητή της θα υποθέσω, ένας που όποτε τον έβλεπε έτρεχε να τον πάρει αγκαλιά μα από όσο ξέρω ποτέ δεν είχαν κάτι και άτομα που ίσως είχε γνωρίσει στο μπαράκι που άραζε μαζί τους περιστασιακά.

Όταν την πρωτοείδα, τα μάτια της πετούσαν φωτιές. Χόρευε σα να μην υπάρχει αύριο και γελούσε με όποιον έπινε πολύ. Της φαινόταν ανόητο να ξεσπάς στο αλκοόλ.  Δεν ήταν μεθυσμένη, ήταν ευτυχισμένη και θα μου πεις τι καλύτερο από τη μέθη της ευτυχίας σε έναν άνθρωπο. Η ζωηράδα στις κινήσεις της με μάγεψε και ξεκίνησα να την παρατηρώ. Την έβλεπα να χαίρεται τη ζωή, το χαμόγελο της πίεζε τις άκρες των ματιών της σε σημείο που γελούσαν κι αυτές. Η χαρά της ήταν πάντοτε μεταδοτική, η ψυχή της παρέας θα έλεγες. Μα μέρα με τη μέρα, η σπιρτάδα στο βλέμμα της μειωνόταν δραματικά.

Σαν κάτι να της χάραζε τη ψυχή, να της έγδερνε την ίδια πληγή βαθαίνοντας τη. Δε ξέρω τι συνέβη, μα καθημερινά κάτι πάνω της άλλαζε. Ο τρόπος που ντυνόταν, ο τρόπος που περπατούσε. Δεν ήταν ότι αποζητούσε προσοχή, φαινόταν πως δεν την άντεχε πλέον ενώ παλιότερα δεν την ένοιαζε ποιος και γιατί θα της μιλήσει. Ζούσε στον δικό της κόσμο. Τώρα πια; Δε ξέρω. Στα μάτια μου φαινόταν σα να έχανε τη ζωή από μέσα της, η φλόγα στα μάτια της έσβηνε και δεν ήξερα τι να κάνω για να μάθω μήπως μπορώ να βοηθήσω. Δεν την ήξερα.

Δεν ήξερα αν ήθελα να τη μάθω.


Οι φλόγες κατέληξαν σε θράκα, μα ακόμη κι αυτή την εγκατέλειψε. Μετά από καιρό την ξαναείδα και διάολε, φαινόταν εσωτερικά νεκρή. Σαν κάτι να έσπασε μέσα της.

Έκανα ένα βήμα προς το μέρος της και άκουσα τη φωνή της. Βραχνιασμένη, κουρασμένη…έβγαινε με ζόρια. «Βάλε άλλη μία.» είπε και έδειξε το ποτήρι της. Και ο μπάρμαν της απάντησε με σιγανή φωνή πως έχει πιεί ήδη πέντε. Ανοιγόκλεισα τα μάτια και κοίταξα την ώρα. Ήταν μόλις 9 το βράδυ. Έπιασα μια θέση στο μπαρ και παρέμεινα σιωπηλός. Εκείνη τον κοίταξε και ο μπάρμαν δε σχολίασε περαιτέρω. Της πήγε το ποτό της και μέσα σε λίγα λεπτά το χέρι της πάνω στο χαρτί πήρε φωτιά.

Αποφάσισα να της μιλήσω και έτσι την πλησίασα. Τη ρώτησα πως τη λένε και μου απάντησε πως παλιότερα την έλεγαν αλλιώς, μα τώρα την αποκαλούν Μούσα.

Μου είπε πως πονούσε για κάτι που χάθηκε, για κάτι που έφυγε μα θα γυρνούσε και η ελπίδα στα μάτια της αργοπέθαινε κάθε φορά που ξεστόμιζε το όνομα του. Φίλε, μου είπε πολλά. Και δεν άντεξα τις λοιπές νύχτες, την παρατήρησα κι άλλο.

Την είδα να αναλώνεται κάθε βράδυ σε κρεβάτια που άνηκαν αλλού, έψαχνε κάπου να κουμπώσει και όλα της φάνταζαν ξένα και δε σου κρύβω πως η συμπεριφορά της με τρόμαζε. Χόρευε με κλειστά μάτια και ένα σπαστό ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη της σαν να χλεύαζε τον εαυτό της για τις σκέψεις της.

Ξέρω τι σκεφτόταν, μη ρωτήσεις πως. Απλά το ξέρω. Αναρωτιόταν κάθε φορά που έκανε μία κίνηση αν θα υπάρξει ποτέ κάποιος που να καταφέρει να την ερωτευτεί για τα μικρά που την κάνουν το σμπαραλιασμένο σωρό απωθημένων που είναι.

Μια μέρα την άκουσα να μιλάει σε μια τύπισσα που δεν είχα ξαναδεί, της είπε να μιλήσει σε κάποιον που έλειπε, σε κάποιον που δεν ήταν εκεί μαζί της και να του πει να μαζέψει πράγματα και να γυρίσει. Φίλε είχε ένα πόνο στο βλέμμα της, μια απόγνωση που δεν είχα ξαναδεί.

Τι σκατά της συνέβη μου λες;

Έπιανε τον εαυτό της να αναρωτιέται ακριβώς το ίδιο καθημερινά.

Τελευταίο βράδυ που πάτησα πόδι στο μπαράκι, είδα μια φίλη της με το κινητό στο αυτί και πλησίασα διακριτικά  να μάθω τι λέει, δεν άντεξα.  

«Κάθεται και γράφει για σένα ξέρεις. Βρίσκει τύπους που σου μοιάζουν στα μάτια της και γυρεύει το άρωμα σου. Έλεγε πως μίσησε πια τα κάλπικα κρεβάτια και τα πλαστικά συναισθήματα μα δίνει και τη ψυχή της για ένα μεταμεσονύκτιο «σε θέλω» που θα ήθελε να ακούσει από σένα. Και τα μάτια της προσπαθούν να βρουν τα δικά σου, καθώς χορεύει. Ή έστω κάποια που να μοιάζουν στα δικά σου. Κοιτάει τη βότκα της και τίποτα δε φαντάζει ίδιο μακριά σου. Μην σιωπάς, δεν έχεις κάτι να ντραπείς. Δε στα λέω για να γυρίσεις, στα λέω γιατί θα πέθαινε να στα πει εκείνη. Θα πουλούσε το είναι της για να μπορεί να σε κοιτάξει στα μάτια και να σου ανοιχτεί χωρίς να φοβάται. Τη βλέπω στη μπάρα με το κεφάλι ακουμπισμένο στην παλάμη της και τα μάτια να κοιτούν το τσιγάρο της, ξέρω πως σε σκέφτεται και δε μπορεί να σε αποχωριστεί, έφυγες και έμεινε μοναχά με μια υπόσχεση: πως όταν θα γυρνούσες όλα θα ήταν διαφορετικά, καλύτερα. Της έριξες τη βόμβα πως δε θα έρθεις και εκείνη το έριξε στις εξόδους και η αναζήτηση της εσωτερικής της λύκαινας ξεκίνησε για ακόμη μια φορά. Ποτά, ξενύχτια και φράγκο στην άκρη για κείνη μηδέν. Τεκίλα-πορτοκάλι, τζακ αμαρέτο και μια βότκα για τα κενά. Ξέρεις πονάει, πονάει που δεν είσαι εδώ και γελάει με το παραμικρό ψάχνοντας χαρά στα μικρά. Δεν της φτάνουν όμως, πια δεν της αρκούν. Θέλει τη μεγάλη κίνηση την κίνηση που θα φωνάζει «σε θέλω» από χιλιόμετρα.

Γυρεύει τα μάτια σου σε σώματα ξένων βλέπεις, στριφογυρνάει μεθυσμένη σε κάτι στενά που τη μέρα φαντάζουν επικίνδυνα και κρατάει σφιχτά το κινητό καθώς αυτό παίζει κομμάτια που και αυτά θυμίζουν εσένα. Μια φορά μου είπε «ας του πει κάποιος να γυρίσει πίσω για μια μέρα, δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση, δεν αντέχω τον εαυτό μου.» και δεν ήξερα τι να της πω. Πώς να βοηθήσεις έναν άνθρωπο που έχει καθίσει στο κέντρο του πατώματος αγκαλιά με όσα όνειρα συνεχίζει να κάνει; Πώς να βοηθήσεις κάποιον που συνεχίζει να ονειρεύεται ενώ ξέρει πως δεν έχει μείνει καμία βάση για να χτίσει το οτιδήποτε;

Δεν είναι ότι σε ερωτεύτηκε. Απλά τη λαμαρίνα την δάγκωσε μαζί σου και τώρα δε ξέρει πώς να ανοίξει τη μασέλα και να αφήσει ότι νιώθει να φύγει. Ρηχή ακούγεται, το ξέρω. Μα σου είπα, βαρέθηκε τα κάλπικα κρεβάτια και τώρα το έχει ρίξει στα καθίσματα.

Πες της να σταματήσει να αναλώνεται. Πες της γιατί εμένα δε με ακούει. Ή γύρνα και άφησε την να σου δώσει την αγάπη που είχε φυλάξει για σένα, όση έχεις απομείνει. Την σκορπά κι αυτή καθημερινά μαζί με τα κομμάτια της. Αργά ή γρήγορα θα σε βαρεθεί και εσένα και θα είσαι ελεύθερος. Μα για τώρα, γύρνα και δώσε της ότι θεωρεί πως έχει ανάγκη και ας φλομώνει τον εαυτό της στο ψέμα.

Δε σε χρειάζεται, μα σε θέλει. Και όσο σε θέλει θα λέει πως σε χρειάζεται. Μα ξέρεις τι έχει πραγματικά ανάγκη; Να φύγεις και εσύ. Γιατί ήσουν ο αντίπαλος που την έκανε να χάσει στο ίδιο της το παιχνίδι και ποτέ τίποτα δεν την πονούσε περισσότερο από το να αποφασίζει να μείνει και να βλέπει τους άλλους να της γυρνούν την πλάτη και να απομακρύνονται. Στο χα ξαναπεί, γι αυτό έφευγε πάντα πρώτη. Δεν ήταν μαθημένη να βλέπεις πλάτες, μα πρόσωπα καθώς εκείνη απομακρύνεται.

Προσποιήσου πως γυρνάς για ένα ακόμη παιχνίδι και άφησε την να κερδίσει. Άφησε την.»

Μετά από αυτό, κατάλαβα. Κατάλαβα πολλά. Κατάλαβα τις κινήσεις της, κατάλαβα γιατί το βλέμμα της δεν ήταν το ίδιο και ήθελα τόσο να τη βοηθήσω μα δεν ήξερα πώς να τη βγάλω από το λάκκο στον οποίο είχε πέσει. Έκλεινε πάλι τα μάτια και χόρευε, δε νοιαζόταν πια αν κάποιος θα την καψουρευτεί για αυτό που είναι πραγματικά. 

Ήθελε απλά να είναι καλά και να είναι μόνη της.


Διάολε… θα την ερωτευόμουν αν δεν ήμουν εκείνη. Γελοία πράγματα.


Muse


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου