Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Παρανάλωμα στον απόηχο του αύριο.

Μας το έμαθαν στο σχολείο και εμείς το κατεβάσαμε αμάσητο δίχως αμφισβήτηση. Επιλέξαμε τη μοίρα που κάποιος άλλος μας πάσαρε, μας χρύσωσε το χάπι βλέπεις κι εμείς, όντας σε μικρή ηλικία το κατάπιαμε δίχως καν να ψάξουμε το παραμικρό, την οποιαδήποτε εξήγηση.
Θυμάμαι τότε ακόμη στα θρανία να αναρωτιέμαι πως γεννιόμαστε αμαρτωλοί και για ποιο λόγο. Κι έτσι, έμαθα πως αμάρτησα πριν καν γνωρίσω την έννοια της λέξης.

Γεννηθήκαμε ήδη αμαρτωλοί.

Ντυμένοι με λογιών- λογιών αμαρτίες να βαραίνουν τη φιγούρα μας, πορευόμαστε σε ένα δρόμο με τα πόδια μας γυμνά, πατώντας σε λεπίδες. Με το αίμα που κυλά σε αφθονία, τραβάμε γραμμές στους τοίχους της αποφυλάκισης μας ελπίζοντας σε μια ευκαιρία παραπάνω.
Σε κάτι φωτεινό. Σε κάτι «δεύτερο» μιας και η πρωτιά δε μας πήγαινε ποτέ, μιας και την πρώτη μας την ευκαιρία τη χαραμίσαμε σε πρόβες, όντας σίγουροι για το μετά.

Κάθε βήμα και μια γραμμή στο τσιμέντο που μας περιβάλλει, που μας χωρίζει από ότι καταφέραμε να αγαπήσουμε.

Κάθε βήμα και μια στιγμή πιο κοντά στο τέλος.

Η κάθε μέρα μας περνά, βασισμένη σε μια σταθερά- το πέρας. Του χρόνου, των στιγμών, του πόνου, της θλίψης. Να περάσει κι αυτή η μέρα, να περάσει κι ακόμη μια νύχτα, κι ακόμη μια χαρά και μια λύπη παραπάνω να περάσει θέλουμε.

Τις μέρες μας πάψαμε να τις ζούμε μα μάθαμε να τις σπρώχνουμε να φύγουν πιο γρήγορα, μακριά μας. Να επιβιώσουμε μια ακόμη μέρα, μια ακόμη ζωή για να φύγουμε λίγο πιο γρήγορα.

Κι ας ήμασταν ήδη νεκροί.

Και αν ρωτάς γιατί οι αμαρτίες μας θαρρώ πως είναι άμεσα συνδεδεμένες με το χρόνο που αφήνουμε να περνά σαν να τον έχουμε άπλετο, είναι γιατί τι πιο άτιμο από το να πιστεύεις ενδόμυχα πως θα ζήσεις για πάντα; Πως θα έχεις λίγο ακόμη χρόνο για το «σ’αγαπώ» που ήθελες να πεις μα ποτέ δε βρήκες το θάρρος, για το «άντε στο διάολο» που κρατήθηκες και δε ξεστόμησες…για σένα, που πέρασαν τα χρόνια κι αντί να ωριμάσεις- γέρασες.

Αμαρτωλή λοιπόν η ζωή μας, η επιβίωση μας γιατί ξεχάσαμε να ζούμε.
Σε ένα κόσμο που τα ρολόγια τρέχουν πιο γρήγορα κι από το φως που δίνει λάμψη στις σκοτεινές μας πτυχές, μάθαμε να ερμηνεύουμε το τικ-τακ ως κάτι απόλυτο. Μάθαμε να το ερμηνεύουμε ως το ιδανικό μας , το είδωλο μας. Και ξεχάσαμε βλέπεις πως ίσως αυτό το πολυπόθητο «αύριο» να μην έρθει ποτέ.

Ζήσαμε σε κουτάκια, υψώσαμε τείχη κι αρνηθήκαμε να αφήσουμε τον οποιοδήποτε να παραβεί τους δικούς μας προσωπικούς κανόνες.
 Θέλαμε απλά να περάσει η μπόρα και ξεχάσαμε να χορέψουμε αγκαλιασμένοι στη βροχή. Ίσως γι αυτό πια να μισώ τα γενέθλια, γιατί κάθε χρόνος που περνά σηματοδοτεί ένα χρόνο πιο κοντά σε αυτό που μοιάζει με το τέλος.

Ένα τέλος πολυπόθητο, μιας και καρδιά μου ξέχασες πως δε μετρά ο προορισμός μα το ταξίδι. Άφησες καρδιά μου το μυαλό να πάρει τα ηνία και εκεί που χάραζες στους τοίχους τις μέρες της αποφυλάκισης σου, παράτησες την ελπίδα.

Μα να σου θυμίσω καρδιά μου, πως τελευταία φορά που διακόσμησες το κουτί σου , έβαλες στον ένα τοίχο τις λύπες και τα δάκρυα, την πικρία και ότι καθημερινά σε χαλούσε. Στον δεύτερο τοίχο έβαλες τις χαρές και τους έρωτες, τους χορούς και τα γέλια, τα ποτά και τα ξύδια. Στον τρίτο τις στιγμές, τις αγκαλιές και τα χαμόγελα. Στον τέταρτο έβαλες εσένα, να κοιτά τους τοίχους της ψυχής που τόλμησες να οριοθετήσεις.

Ξέρεις όμως τι είχες αποφασίσει; Αρκετά πια η φυλακή που έπλασες για σένα και τα όνειρα σου. Πήρες εκρηκτικά φτιαγμένα με χαρά και γέλια, τα τοποθέτησες φρόνιμα στον πρώτο τοίχο που σου χαλούσε τη διακόσμηση και τίναξες στον αέρα ότι σε πλήγωνε, για να μην καταλήξεις να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα σε κάποιο παγωμένο άσυλο.

Κι εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε αύριο. Ούτε μετά. Υπήρχε το τώρα. Κι ας χάραζες δρόμους με αμαρτίες για ακόμη μια φορά. Ήξερες μοναχά πως στο τέλος του δρόμου θα είχες χτίσει κάτι. Οτιδήποτε.

Βούτηξες μέσα στις λάσπες που γέμιζαν την ψυχή σου και βρήκες εσένα.

Κι ας ήμασταν ήδη νεκροί. Πεθάναμε προσπαθώντας να αναγεννηθούμε.

Και τα καταφέραμε.

Τα καταφέραμε, σωστά;


Muse

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου